Διαβάζουμε -Μάιο του 1927- από τα Αρχεία της Bank of England, αναφορές των στελεχών της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, στο μέσο δηλαδή της πολλαπλής καταστροφής που είχε πλήξει την Ελλάδα του Μεσοπολέμου: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανενός είδους συνέχεια στη δημόσια διοίκηση. Με την παραμικρή πρόφαση ολόκληρη η διοίκηση αλλάζει με κάθε κυβερνητική αλλαγή [...], γράφει ο Α.Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Διαβάζουμε -Μάιο του 1927- από τα Αρχεία της Bank of England, αναφορές των στελεχών της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, στο μέσο δηλαδή της πολλαπλής καταστροφής που είχε πλήξει την Ελλάδα του Μεσοπολέμου: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανενός είδους συνέχεια στη δημόσια διοίκηση. Με την παραμικρή πρόφαση ολόκληρη η διοίκηση αλλάζει με κάθε κυβερνητική αλλαγή [...].Ο Έλληνας δεν θεωρεί ένα υπογεγραμμένο πρωτόκολλο κάτι που τον δεσμεύει, αλλ’ απλώς σαν μια βάση για συζήτηση. Αν δεν υπάρχει έλεγχος, η κατάσταση σταδιακά θα χειροτερεύει μέχρι να φθάσει στο σημείο όπου οι Έλληνες θα είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τον Έλεγχο σαν μια αναγκαιότητα».
Τις αφυπνιστικές ομοιότητες, άλλοτε διδακτικές και άλλοτε στα όρια του εφιαλτικού ανάμεσα στην εμπειρία της Ελλάδας στα χρόνια του Μεσοπολέμου και μέχρι την Ανασυγκρότηση με το σήμερα, εγκαθιστά δυσάρεστα ζωντανές στο προσκήνιο ένα βιβλίο -θα κυκλοφορήσει σύντομα- που αφορά τον Αλέξανδρο Διομήδη. Ο Αλ. Διομήδης, πριν από 80 χρόνια, βρέθηκε στο τιμόνι της Τράπεζας της Ελλάδος, που τότε ιδρύθηκε ως απαίτηση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (του τότε ΔΝΤ…) ώστε η νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην καταταλαιπωρημένη Ελλάδα να βρεθεί όσο το δυνατόν αποκομμένη από τις πολιτικές επιρροές αλλά και τις προτεραιότητες του τραπεζικού συστήματος.
Αξιοποιώντας μοναδικό υλικό από το προσωπικό αρχείο του Αλ. Διομήδη, ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Παντελάκης ξεναγεί τον (αυριανό) αναγνώστη σε μια συναρπαστική διαδρομή του νεαρού πολιτικού που ξεκινά στο πλάι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ζει όλες τις διαπραγματεύσεις και συνδιασκέψεις της δεκαετίας του ‘10 και του ‘20, έχει την εμπειρία των ξένων που «υποβάλλουν την Ελλάδα στο μαρτύριο της σταγόνας», αλλά και της συμπεριφοράς της πολιτικής τάξης στην πραγματικότητα του Διχασμού. Εκπρόσωπος μιας αστικής τάξης, που αλληλογραφεί με Εμμ. Τσουδερό ή Ελ. Βενιζέλο αρκετές φορές ελληνοαγγλογαλλικά (γιατί έτσι διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις...), που επιχειρεί να βρει τρόπους να στηρίξει εκείνο το οποίο αργότερα θα γνωρίζαμε ως βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά και την αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων (ο Διομήδης προσπάθησε ήδη προπολεμικά να προωθήσει έρευνες για το πετρέλαιο, ενώ ώθησε προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των υδατοπτώσεων για υδροηλεκτρικά πριν από τον Πόλεμο) άλλοτε ως διοικητής της Εθνικής και άλλοτε στην Τράπεζα της Ελλάδας, ο Διομήδης ζει τον σφυγμό δεκαετιών ελληνικής οικονομίας και πολιτικής. Αλληλογραφεί, διαπραγματεύεται, αρθρογραφεί, μιλάει...
Ζει όμως και τις πικρές στιγμές της διάρρηξης της σχέσης του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ουσιαστικά προκύπτει διαφωνία τους για την έκταση και τη διαδικασία της σταθεροποίησης (οι δεσμοί σπάνε με αφορμή την υπόθεση Παπαστράτου, όταν εγκαταλείπεται ο κανόνας χρυσού). Έρχεται σε συχνή αντιπαράθεση με την τρόικα της εποχής, τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Παραμερίζει τις «ορθόδοξες» νομισματικές απόψεις της εποχής, όταν χρειάζεται να μείνει ζωντανή η πραγματική οικονομία. Ενώ, έχοντας κάνει την επιλογή να μη φύγει στο εξωτερικό τα ακόμη πιο βαριά χρόνια της Κατοχής, αλλά να μείνει στην Ελλάδα συμβάλλοντας στην άμυνα της Εθνικής Τράπεζας ώστε να μην αποψιλωθεί από τα περιουσιακά στοιχεία και τις συμμετοχές της που εποφθαλμιούσαν οι Γερμανοί, ζει από κοντά τη λεηλασία της ελληνικής οικονομίας από τον γερμανικό αναγκαστικό δανεισμό. Γι’ αυτό και ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξεγείρεται που δεν διεκδικείται το διαβόητο αναγκαστικό δάνειο το οποίο είχαν επιβάλει οι δυνάμεις Κατοχής να δοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος...
Σαν υπότιτλος του βιβλίου για τον Αλέξανδρο Διομήδη προτείνεται το «ένας αυθεντικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης». Ιδωμένη με τα σημερινά μέτρα και στερεότυπα, αυτή η διατύπωση μπορεί να παρεξηγηθεί: βέβαια ο Διομήδης, «από σόι», με σπουδές στο εξωτερικό (πριν από έναν αιώνα...), με ένταξη στην πολιτική και οικονομική ελίτ, με έντονη διεκδίκηση του δημόσιου λόγου (όχι τυχαία, μεταξύ εκείνων που στήριξαν τον Δημήτρη Λαμπράκη στη αρχική έκδοση του «Ελεύθερου Βήματος»...), με εναλλαγή στις διοικήσεις Τραπεζών και με κατάληξη πρωθυπουργία, επαληθεύει ένα στερεότυπο. Όμως...
Όμως, όταν τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια (1949) βρίσκονται υπό διωγμόν υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας λόγω κοινωνικών φρονημάτων, η τότε συνδικαλιστική εκπροσώπησή τους επιτέθηκε εναντίον της διοίκησης. Γιατί; Διότι παρέχονταν στις οικογένειες εξορίστων ενισχύσεις ώστε να επιζήσουν! Στο δικαστήριο, ο Διομήδης άστραψε και βρόντηξε ότι δεν ήταν νοητό «να στερηθούν του επιουσίου άρτου αι οικογένειαι των εν εκτοπίσει ευρισκομένων υπαλλήλων και να καταδικασθούν εις τον εξ ασιτίας θάνατον».
Μια εκδοχή αστικής αξίας, και αυτή.