Την ώρα που όλοι στρέφουν τα βλέμματα στη Μέρκελ, το Μακρόν και τη Μέι για να δουν ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η Ευρώπη, πού κοιτάζουν οι πολιτικοί; Στις «ζώνες της σκουριάς»: στις περιοχές των «ξεχασμένων», που άνθησαν στην εποχή της βιομηχανοποίησης και σήμερα αλλάζουν βίαια. Τι συνθήκες επικρατούν, πώς ψηφίζουν και τι μηνύματα στέλνουν;
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που όλοι στρέφουν τα βλέμματα στη Μέρκελ, το Μακρόν και τη Μέι για να δουν ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η Ευρώπη, πού κοιτάζουν οι πολιτικοί; Στις «ζώνες της σκουριάς»: στις περιοχές των «ξεχασμένων», που άνθησαν στην εποχή της βιομηχανοποίησης και σήμερα αλλάζουν βίαια. Τι κοινά έχουν το Ντούισμπουργκ της Γερμανίας, με το Ενίν Μπομόν στη Γαλλία και το Γιορκσάιρ στη Βρετανία; Και τι μηνύματα μας στέλνουν;
Στην εποχή της βιομηχανοποίησης, καθώς εκατομμύρια μετανάστευαν στην Κοιλάδα του Ρουρ, τον γαλλικό Βορρά ή τις βιομηχανικές ζώνες της Αγγλίας για να βρουν μια θέση σε χαλυβουργίες, αυτοκινητοβιομηχανίες, υφαντουργίες, πάσης φύσεως εργοστάσια, δημιουργούνταν εκεί ακμάζουσες κοινότητες. Όταν τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν, να μεταφέρονται δραστηριότητες στην Ασία ή και την Ανατολική Ευρώπη, οι πόλεις δεν μπορούσαν να στηρίξουν με σταθερές θέσεις εργασίας τόσο μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Όσοι είχαν διασυνδέσεις, «κομπόδεμα», καλύτερη εκπαίδευση ή τόλμη έφυγαν. Πολλοί από αυτούς που έμειναν, αισθάνονται παγιδευμένοι.
Οι αποβιομηχανοποιημένες ή μετα-βιομηχανικές ζώνες φέρουν ισχυρά τα σημάδια της σκουριάς, αλλά δεν έχουν πεθάνει. Αλλάζουν. Πρόκειται για οικονομίες και κοινωνίες σε μετάβαση, η οποία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ανώδυνη. Ο αντίκτυπός της γίνεται αισθητός στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών. Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, στις «ζώνες της σκουριάς» δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική κρίση. Οι επιλογές της κάλπης τα τελευταία χρόνια, από τη στροφή στο γερμανικό AfD και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο έως την ψήφο των βρετανικών ζωνών υπέρ του Brexit, φαίνεται να «φωνάζουν» πως «δεν είναι μόνο η οικονομία, ανόητε». Τα ζητήματα της ταυτότητας, της εθνικής κυριαρχίας, του συστήματος αξιών διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο. Μία σημαντική μερίδα των πολιτών αισθάνεται ότι η παγκοσμιοποίηση και τα ανοιχτά σύνορα κομίζουν προκλήσεις και απειλές, που δεν περιορίζονται στο οικονομικό πεδίο.
Η σκουριασμένη κοιλάδα
Η Κοιλάδα του Ρουρ, με πληθυσμό 5,3 εκατομμύρια, είναι η πέμπτη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ευρώπης. Και είναι μάλλον η πιο γνωστή «ζώνη της σκουριάς» στην ήπειρο. Το Ντούισμπουργκ, το Μπόχουμ, το Ντόρμουντ, το Ομπερχάουζεν και οι άλλες πόλεις της περιοχής μεγαλούργησαν κατά το 19ο και 20ό αιώνα. Ήταν εκείνες που στήριξαν το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ανθρακωρυχεία, χαλυβουργίες, βιομηχανίες επεξεργασίας σιδήρου και παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, ναυπηγεία και εργοστάσια αυτοκινήτου. Πρώτα ήρθε η κρίση του άνθρακα και στη συνέχεια άρχισαν να φθίνουν και άλλοι τομείς.
Αν και η πτωτική πορεία της βιομηχανίας βρισκόταν σε εξέλιξη επί δεκαετίες, το κλείσιμο του ιστορικού εργοστασίου της Opel (που βρισκόταν στα χέρια της αμερικανικής GM) πριν από λίγα χρόνια, ήταν για πολλούς ένα σοκ. Η 5η Δεκεμβρίου του 2014 ήταν μία πικρή ημέρα όχι μόνο για τους εργαζόμενους του εργοστασίου αλλά συνολικά για τους Γερμανούς. Μπήκε λουκέτο ύστερα από 52 χρόνια λειτουργίας, με τον γερμανικό Τύπο να σχολιάζει ότι «η καρδιά της Opel σταμάτησε να χτυπά». Σημειώνεται ότι στο ζενίθ του το εργοστάσιο απασχολούσε 22.000 εργαζόμενους. Την ημέρα που έκλεισε είχε 3.000.
Την ίδια χρονιά η Ford είχε κλείσει το εργοστάσιό της στο Γκεντ του Βελγίου, ενώ εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να συρρικνώσει την παραγωγή της και στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, όπου τελικά διατήρησε την παρουσία της ύστερα από συμφωνίες για δραστικές μειώσεις μισθών.
Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας στη Γερμανία έχει υποχωρήσει στο 5,4%, στα χαμηλότερα επίπεδα από την επανένωση της χώρας. Στην περιοχή του Ρουρ είναι περίπου διπλάσιο. Στο Μπόχουμ είναι 9,4%, στο Ομπερχάουζεν 10,7%, στο Ντούισμπουργκ ανέρχεται στο 12,2%, στο Γκελζενχκίρχεν αγγίζει το 14%. Αυτές οι περιοχές, προπύργιο των Σοσιαλδημοκρατών επί χρόνια, σήκωσαν επίσης μεγάλο βάρος των προσφυγικών ροών του 2015-16.
Αξίζει να δούμε πώς ψήφισαν στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Στο Ντούισμπουργκ οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έχασαν σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) κάτι περισσότερο από τρεις. Το ευρωσκεπτικιστικό και αντιμεναστευτικό ΑfD, από την άλλη, είδε τη δύναμή του να ενισχύεται κατά 11 μονάδες, στο 13,2%.
Ακόμη πιο ισχυρή είναι η παρουσία του AfD στο Γκελζενκίρχεν, με το ποσοστό να εκτινάσσεται στις τελευταίες εκλογές στο 16,9%. Πρόκειται για κέρδος 13,1 μονάδων σε σχέση με το 2013, την ώρα που το SPD έχασε 12 μονάδες και το CDU 3,3.
Στο Μπόχουμ η εκλογική δύναμη του ΑfD πριν από τέσσερα χρόνια ήταν μηδενική. Στην κάλπη του 2017 εξασφάλισε ποσοστό 9,5%. Το SPD έχασε 8 μονάδες και το CDU 7,7.
Το ποσοστό του ακροδεξιού κόμματος σε εθνικό επίπεδο ήταν 12,6%. H απήχησή του λοιπόν στη «σκουριασμένη» κοιλάδα δεν απέχει ιδιαίτερα από τη συνολική εικόνα στη χώρα. Το ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, είναι πως οι ψηφοφόροι των πόλεων αυτών έκλιναν παραδοσιακά προς την Κεντροαριστερά και Αριστερά.
Ο γαλλικός Βορράς
Το στίγμα για το τι συμβαίνει στη γαλλική «ζώνη της σκουριάς» δίνει το Ενίν Μπομόν. Ύστερα από επτά δεκαετίες κυριαρχίας της Αριστεράς, σήμερα η μικρή πόλη των 27.000 κατοίκων θεωρείται προπύργιο της Μαρίν Λεπέν. Το ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει το 20%, την ώρα που σε εθνικό επίπεδο έχει υποχωρήσει κάτω του 9%. Σε ανταποκρίσεις των ξένων μέσων πριν και μετά τις προεδρικές εκλογές του 2017 οι κάτοικοι, άλλοτε εργαζόμενοι σε ορυχεία και εργοστάσια, δεν περιορίζονταν σε αναφορές για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Αρκετοί έκαναν λόγο για τα «κύματα» της μετανάστευσης από τη Βόρεια Αφρική, αλλά και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως από την Πολωνία ή ακόμη και την Ιταλία. Κάποιοι εξέφραζαν ανησυχίες για τον «τρόπο ζωής».
Το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν πέτυχε εντυπωσιακά ποσοστά σε ολόκληρο τον Βορρά. Είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς ότι στην Εσν, όπου το ποσοστό της ανεργίας είναι κοντά στο 14%, η Λεπέν έλαβε το 52,9% των ψήφων. Στο Πα ντε Καλαί το ποσοστό της ήταν 52,1%. Ο ακόλουθος πίνακας δίνει μία εικόνα:
Η Βρετανία του Brexit
Αν υπήρχε μία περιοχή που συζητήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, αυτή ήταν το Πορτ Τάλμποτ στην Ουαλία. Οι δημοσκοπήσεις ήθελαν το αποτέλεσμα στην άλλοτε ευημερούσα χάρη στη χαλυβουργία περιοχή να είναι οριακό. Η κάλπη έδειξε κάτι πολύ διαφορετικό. Το 57% ψήφισε υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα εργοστάσια χάλυβα του Πορτ Τάλμποτ απασχολούνταν το 2016 περίπου 3.500 εργαζόμενοι, όταν ο αριθμός τη δεκαετία του ‘60 υπερέβαινε τις 20.000 και έως και πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ήταν κοντά στις 8.000.
Σε μία άλλη μεγάλη «ζώνη της σκουριάς», στο Γιορκσάιρ και Χάμπερ, οι πολίτες είπαν «ναι» στο Brexit σε ποσοστό 57,7%. Στο Γουέκφιλντ το ποσοστό ανήλθε στο 66% και στο Μπάρνσλεϊ στο 68%. Στη βορειοανατολική Αγγλία με τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια το ποσοστό ήταν 58%. Περιοχές στις οποίες παραδοσιακά έχουν ισχυρή παρουσία οι Εργατικοί, δεν ακολούθησαν την επίσημη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τη «θολή» στάση του Τζέρεμι Κόρμπιν να διαδραματίζει βεβαίως τον ρόλο της.
Παρόμοια είναι η εικόνα σε περιοχές των Δυτικών και Ανατολικών Μίντλαντς, όπου συναντάμε μικρότερες βιομηχανικές ζώνες σε κρίση. Στο Μπόλσοβερ, το Χάρτπουλ και το Γουλβεράμπτον οι Εργατικοί χάνουν έδαφος και βλέπουν τους δεσμούς τους με την εργατική τάξη να σπάνε.
Αυτό έγινε φανερό ακόμη και στις τελευταίες εθνικές εκλογές, παρά το γεγονός ότι το κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν τα πήγε σαφώς πολύ καλύτερα από ό,τι περίμεναν οι δημοσκόποι ή και τα ίδια τα στελέχη του.
Σύμφωνα με στοιχεία της YouGov για το πώς ψήφισαν οι Βρετανοί το 2017 ανάλογα με την εισοδηματική κλίμακα στην οποία ανήκουν, βλέπουμε ότι στην κατηγορία C2 (εργατική τάξη με ειδίκευση) οι Συντηρητικοί εξασφάλισαν προβάδισμα επτά μονάδων έναντι των Εργατικών. Στην ευρύτερη κατηγορία C2DE (ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες) το προβάδισμα των Τόρις ήταν 2 μονάδες. Οι Εργατικοί από την άλλη υπερίσχυσαν στην κατηγορία C1 (μεσαία τάξη), ενώ περιόρισαν την ψαλίδα στις οχτώ μονάδες στην ανώτερη κλίμακα (AB). Ψηφοφόροι της εργατικής τάξης κλίνουν επί δεξιά, την ώρα που η μεσαία τάξη μετακινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Όπως μας εξηγεί ο Άγγελος Χρυσόγελος, διδάσκων στο τμήμα Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου και πρόεδρος του ΙΝΣΠΟΛ, στον βρετανικό Βορρά ο κύριος παράγοντας που επηρέασε τόσο στο δημοψήφισμα όσο και στις εθνικές εκλογές ήταν η μετανάστευση. «Η σχετική έρευνα αποκαλύπτει πως, όπως συμβαίνει και στις ΗΠΑ, έτσι και στη Βρετανία σε μεταβιομηχανικές περιοχές η αντίδραση πηγάζει από ζητήματα ταυτότητας και μετανάστευσης» αναφέρει στη «Ν», προσθέτοντας ότι σε αυτές τις περιοχές καταρρέει παράλληλα ένας τρόπος ζωής που έδινε δομή στη ζωή, όπως συμμετοχή σε συνδικάτα και λέσχες. Το Brexit και ο λαϊκισμός «φαίνεται να καλύπτουν καλύτερα την ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης, η οποία κάποτε εκφραζόταν μέσω του εργατικού κινήματος, αλλά σήμερα αναζητά έκφραση μέσω του έθνους» τονίζει ο κ. Χρυσόγελος. Οι επιλογές στην κάλπη έχουν λοιπόν οικονομικό υπόβαθρο, αλλά εκφράζονται με μη οικονομικούς όρους.
Ενδοκοινοτικές μάχες
Πριν από λίγες ημέρες ξέσπασε κόντρα ανάμεσα στην Ιταλία και τη Σλοβακία, με τη Ρώμη να ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλει κυρώσεις στην Μπρατισλάβα, υποστηρίζοντας ότι προσφέρει κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις για να τις προσελκύσει στο έδαφός της. Η διαμαρτυρία της ιταλικής κυβέρνησης έρχεται μετά την απόφαση της Εmbraco, βραζιλιάνικης θυγατρικής, που ελέγχεται από την αμερικανική Whirlpool, να κλείσει εργοστάσιό της στη βόρεια Ιταλία και να μεταφέρει τις δραστηριότητές της στη Σλοβακία. Η εξέλιξη σηματοδοτεί την απώλεια 497 θέσεων εργασίας σε ιταλικό έδαφος και είχε αναχθεί σε μείζον ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας. Λίγα χρόνια νωρίτερα η Whirlpool είχε μεταφέρει γαλλικές δραστηριότητες στην Πολωνία. Τότε χάθηκαν 286 θέσεις στον γαλλικό Βορρά, στην Αμιένη. Στην ίδια πόλη το 2013 έχασαν τη δουλειά τους 1.200 άνθρωποι, όταν η Goodyear αποφάσισε να κλείσει το εκεί εργοστάσιό της.
Και ελπίδες αλλαγής
Η Aμιένη δεν είναι πόλη-φάντασμα. Είναι μία πόλη σε μετάβαση. Εκεί που κλείνουν εργοστάσια, ανοίγουν τεχνολογικές start ups, θυγατρικές τηλεπικοινωνιακών εταιρειών και κολοσσών ηλεκτρονικού εμπορίου. Την ώρα που το μερίδιο της βιομηχανίας στην τοπική οικονομία έχει συρρικνωθεί στο 13%, άλλοι ταχέως αναπτυσσόμενοι κλάδοι έρχονται να καλύψουν το κενό. Το πρόβλημα είναι ότι οι θέσεις σε αυτούς τους κλάδους είναι λιγότερες, ενώ απαιτούν ειδίκευση ή τουλάχιστον επανακατάρτιση/μετεκπαίδευση των εργαζομένων. Το ποσοστό της ανεργίας στη συγκεκριμένη πόλη, πάντως, έχει μειωθεί από σχεδόν 18% το 2012 σε περίπου 11% σήμερα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο Ντούισμπουργκ της Γερμανίας. Θέσεις εργασίας υπάρχουν. Η διαφορά είναι ότι δεν είναι πια για εργάτες σε χαλυβουργίες, αλλά για ειδικούς σε εταιρείες λογισμικού.
Η χαλυβουργία και η Ένωση
Το 1951 η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Ήταν το πρώτο καθοριστικό βήμα διασυνοριακής συνεργασίας, ο προάγγελος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Αυτό από μόνο του αποκαλύπτει τη σπουδαιότητα των συγκεκριμένων κλάδων για την οικονομία της ηπείρου. Η τεχνολογική εξέλιξη, η στροφή σε πιο «καθαρές» ενεργειακές λύσεις, η ανάδυση νέων οικονομικών παικτών στην παγκόσμια σκακιέρα άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Παρ’ όλα αυτά η Ε.Ε. εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα στον κόσμο, μετά την Κίνα, με μερίδιο 11% στην παγκόσμια αγορά. 500 εγκαταστάσεις σε 23 χώρες παράγουν 177 εκατ. τόνους χάλυβα ετησίως. Πρόκειται για ένα υλικό άμεσα συνδεδεμένο με τους κλάδους κατασκευών, αυτοκινητοβιομηχανίας, ηλεκτρικών ειδών, μηχανολογικού εξοπλισμού. Με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ο ήδη δοκιμαζόμενος κλάδος βίωσε νέα αιμορραγία. Η ένωση χαλυβουργιών Eurofer υπολογίζει ότι σήμερα ο τομέας απασχολεί 318.000 εργαζόμενους, όταν προ κρίσεως απασχολούσε περισσότερους από 405.000. Στις χρυσές εποχές ήταν περίπου τρία εκατομμύρια.