Σε λίγους μήνες (τέλος Αυγούστου, εκτός απροόπτου) ολοκληρώνεται η εφαρμογή του τρίτου κοινοτικού προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ήδη, δε, έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για την έκταση και τη μορφή της μεταμνημονιακής εποπτείας, τους βασικούς άξονες της οποίας προσδιορίζουν οι Συνθήκες και τα Προγράμματα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Παύλου Θωμόγλου*
* Ο κ. Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΑ
Σε λίγους μήνες (τέλος Αυγούστου, εκτός απροόπτου) ολοκληρώνεται η εφαρμογή του τρίτου κοινοτικού προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ήδη, δε, έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για την έκταση και τη μορφή της μεταμνημονιακής εποπτείας, τους βασικούς άξονες της οποίας προσδιορίζουν οι Συνθήκες και τα Προγράμματα. Για τους λόγους αυτούς είναι, πιστεύω, σκόπιμη και εφικτή πλέον μια, έστω και συνοπτική, αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της στρατηγικής εξυγίανσης και ανάπτυξης που υιοθετήθηκε και των μεταρρυθμίσεων που επιλέχθηκαν για να την υπηρετήσουν.
Εάν θελήσουμε να κατατάξουμε τις μεταρρυθμίσεις που κλήθηκαν από τους θεσμούς να υλοποιήσουν, εκούσες - άκουσες, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις κατά την οκταετία αυτή, με κριτήριο τον επιδιωκόμενο απώτερο στόχο τους, μια -απλή, αλλά διόλου απλοϊκή- επιλογή θα ήταν να διακρίνουμε:
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε, τώρα, χωρίς πολλές επιφυλάξεις, να υποστηρίξουμε πως:
Είναι προφανές ότι κάτι δεν πήγε και τόσο καλά στον σχεδιασμό ή (και) την υλοποίηση των τριών επαχθέστατων μνημονίων, γεγονός που, εκ των υστέρων βέβαια, αναγνωρίζουν και οι βασικοί εμπνευστές τους:
Η αυτοκριτική είναι καλόπιστη και έχει σημασία μόνον όταν συνδέεται με την ουσιαστική επανεξέταση εσφαλμένων επιλογών και τον επαναπροσδιορισμό ρεαλιστικότερων στόχων και ορθολογικότερων μέσων. Εάν, όμως, κρίνουμε από τη δογματική εμμονή των θεσμών στην ανάγκη συνέχισης των ίδιων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στην άρνηση της ανατροπής ακόμα και εμφανώς άστοχων επιλογών τους, φαίνεται ότι η αυτοκριτική αυτή μόνον προσωπικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί.
Τα δύο βασικά λάθη
Πιστεύω πως δύο ήταν τα βασικά λάθη που διέπραξαν όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι παράγοντες που κλήθηκαν να εκσυγχρονίσουν, χωρίς τους Έλληνες, την ελληνική οικονομία:
1ον) Επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στους αριθμούς και τις αγορές και όχι στον άνθρωπο. Συχνά, όμως, οι αγορές κάνουν και λάθη -όπως έκαναν με την Ελλάδα κατά την προ της κρίσης περίοδο, όταν συνέχιζαν να την δανείζουν με χαμηλά, σχετικά, επιτόκια, παρά την εμφανή μη βιωσιμότητα του χρέους της (125% του ΑΕΠ, το 2010)-, ενώ η θετική εξέλιξη κάποιων δεικτών υποκρύπτει πολλές φορές επιδείνωση των γενικότερων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.
Αναμφισβήτητα η μείωση του κόστους παραγωγής, μέσω του περιορισμού του κόστους εργασίας και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, βελτιώνει τα περιθώρια των επιχειρηματικών κερδών, όμως παράλληλα αποδυναμώνει την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή, εξασθενίζει την ικανοποίηση από την εργασία του μισθωτού, ακυρώνει τη διάθεσή του να επιδιώξει την προσωπική ολοκλήρωσή του στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας (επιχείρηση), σε τελευταία, δε, ανάλυση, μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα.
Οπωσδήποτε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία για την αποτροπή και της τυπικής χρεοκοπίας της χώρας, όμως παράλληλα αποτελούν βασικό υφεσιακό παράγοντα (αφαίμαξη πόρων από την πραγματική εθνική οικονομία προς όφελος των δανειστών).
Ασφαλώς η αύξηση των φορολογικών εσόδων αποτελεί προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής (ικανοποιητική χρηματοδότηση των υποδομών, της έρευνας, της υγείας, της παιδείας), όταν, όμως, η αύξηση αυτή δεν προέρχεται από την ανάπτυξη και την πάταξη της φοροδιαφυγής, οδηγεί στη φτωχοποίηση, τη διεύρυνση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες, το κλείσιμο επιχειρηματικών μονάδων, την ανεργία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σημερινό (χαμηλό, σε σχέση με το 2009) επίπεδο ισορροπίας της ελληνικής οικονομίας δεν φαίνεται να διαθέτει την αναγκαία δυναμική μιας υγιούς επανεκκίνησής της.
2ον) Υποβάθμισαν συστηματικά τον ρόλο της ανάπτυξης στην είσπραξη των δανείων που χορήγησαν στη χώρα, αναδεικνύοντας ως βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής τους τη βίαιη δημοσιονομική εξισορρόπηση και την επίτευξη μη ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων, με συνέπεια τον αποπληθωρισμό (βασικό επενδυτικό αντικίνητρο), την ύφεση, την όξυνση των διαχρονικών προβλημάτων στη λειτουργία του κράτους, τη γενικευμένη απογοήτευση, τον ευρωσκεπτικισμό και την απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, στοιχεία που υποσκάπτουν τις βάσεις μιας βιώσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας.
Μια διαλυμένη οικονομία, όμως, δύσκολα -και πάντως μόνον πρόσκαιρα- μπορεί να πετυχαίνει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, ενώ η κανονική εξυπηρέτηση ενός τόσο υψηλού δημόσιου χρέους προϋποθέτει σταθερή, για μεγάλες χρονικές περιόδους, ταχύρρυθμη ανάπτυξη, την οποία, όμως, αντιστρατεύονται τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα
Η υπέρβαση του αδιέξοδου αυτού, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα τόσο των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών (θεσμοί και Ελλάδα) όσο και το γενικότερο ευρωπαϊκό όραμα, απαιτεί έναν γενικότερο ανασχεδιασμό, με την προσαρμογή της ακολουθούμενης σήμερα οικονομικής πολιτικής της χώρας στα κάτωθι δεδομένα που η διανυθείσα οκταετία ανέδειξε:
Το τέλος των ελληνικών μνημονίων φαίνεται ότι συμπίπτει με την εντατικοποίηση των συζητήσεων για μια νέα ενωμένη Ευρώπη. Και στις δύο αυτές προκλήσεις ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας καλείται να παρουσιάσει ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες προτάσεις, καθώς η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνδέεται άμεσα με ένα διαφορετικό μοντέλο ευρωπαϊκής ενοποίησης.