Στις κάλπες οδηγούνται, πέντε χρόνια μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2013, περί τα 47 εκατομμύρια Ιταλοί ψηφοφόροι την Κυριακή 4 Μαρτίου, προκειμένου να εκλέξουν τη νέα Βουλή και τη νέα Γερουσία της Ιταλίας και να αναδιατάξουν -μερικώς- το πολιτικό σκηνικό.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
[email protected]
Στις κάλπες οδηγούνται, πέντε χρόνια μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2013, περί τα 47 εκατομμύρια Ιταλοί ψηφοφόροι την Κυριακή 4 Μαρτίου, προκειμένου να εκλέξουν τη νέα Βουλή και τη νέα Γερουσία της Ιταλίας και να αναδιατάξουν -μερικώς- το πολιτικό σκηνικό.
Πολλά έχουν αλλάξει από το 2013: ο χώρος του φιλελεύθερου Κέντρου, που τότε είχε επικεφαλής του τον τεχνοκράτη πρώην πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, δεν κατέρχεται πλέον αυτόνομος, αλλά ως τμήμα των δύο μεγάλων συμμαχικών σχημάτων, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Το «Κίνημα Πέντε Αστέρια», με την αντιθεσμική - λαϊκιστική και αντιευρωπαϊκή του ρητορική, δεν έχει πια επικεφαλής του τον κωμικό Μπέπε Γκρίλο και δεν θέτει ζήτημα αποχώρησης της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.
Η εθνικιστική δεξιά Λέγκα του Βορρά, συνεργαζόμενη σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν και του νυν αντικαγκελάριου της Αυστρίας Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, έχει επίσης λειάνει την αντιευρωπαϊκή ρητορική της, με στόχο να υπερκεράσει εντός της κεντροδεξιάς συμμαχίας τη Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και να διεκδικήσει τη θέση του πρωθυπουργού.
Ο πρώην καβαλιέρε, από την πλευρά του, μοιάζει να έχει ξεχάσει τις συγκρούσεις του με την πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς και πλέον προβάλλει εαυτόν ως τον εγγυητή της απρόσκοπτης ευρωπαϊκής πορείας της Ιταλίας. Κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μάλιστα, προερχόμενοι από τον χώρο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, στηρίζουν σχεδόν ανοικτά τον πρόεδρο της Forza Italia, ο οποίος όμως, λόγω αμετάκλητης καταδίκης του από τη Δικαιοσύνη, δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής ούτε να αναλάβει δημόσιο αξίωμα, πόσω μάλλον εκείνο του πρωθυπουργού, έως το 2019.
Το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα κατεβαίνει για πρώτη φορά σε εκλογές με γραμματέα - ηγέτη του τον Ματέο Ρέντσι, ο οποίος, μέσα στην προηγούμενη πενταετία, πρόλαβε να εκλεγεί αρχηγός χωρίς να είναι βουλευτής, να αναλάβει την πρωθυπουργία το 2014 και, τελικά, τον Δεκέμβριο του 2016 να παραιτηθεί από τη θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης, μετά την ήττα του στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Επιπλέον, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, στο πνεύμα της πρόσφατης «αριστερής στροφής» των Σοσιαλιστών της Γαλλίας (Αμόν) και των Εργατικών της Μ. Βρετανίας (Κόρμπιν), κατέρχεται στις εκλογές σχηματισμός (Ελεύθεροι και Ίσοι) με χαρακτηριστικά «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» και μάλιστα εκτός της κεντροαριστερής συμμαχίας. Το νέο σχήμα έχει την υποστήριξη πρώην ηγετών της Κεντροαριστεράς όπως ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και ο Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, ενώ επικεφαλής του έχει τεθεί ο απερχόμενος πρόεδρος της Γερουσίας Πιέτρο Γκράσο.
Οι εκλογές της 4ης Μαρτίου θα είναι και οι πρώτες με τον νέο εκλογικό νόμο για Βουλή και Γερουσία, που «μοιράζει» τις έδρες κατά το 37% με πλειοψηφικό σύστημα και κατά 61% με αναλογικό.
Συνασπισμοί και κόμματα
Οι βασικοί εκλογικοί συνασπισμοί και κόμματα οι οποίοι έχουν πιθανότητες εισόδου στο νέο ιταλικό κοινοβούλιο ή έστω μιας σημαντικής εκλογικής καταγραφής είναι:
Μικρότεροι σχηματισμοί είναι στον χώρο του Κέντρου το «Ιταλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα – Λαϊκή Φιλελεύθερη Συμμαχία» (PRI-ALA) και το σχήμα «10 Φορές Καλύτερα» (10VM), στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς το Κομμουνιστικό Κόμμα (PC) και το σχήμα «Για μια Επαναστατική Αριστερά» (PuSR), ενώ οι νεοφασίστες κατεβαίνουν και με ένα δεύτερο συμμαχικό σχήμα, το «Ιταλία για τους Ιταλούς» (IaI), όπου συμμετέχει και η οργάνωση «Νεα Δύναμη» (Forza Nuova).
Οι δημοσκοπήσεις
Οι τελευταίες μετρήσεις της κοινής γνώμης σε κομματικό επίπεδο δίνουν ξεκάθαρη πρωτιά στο «Κίνημα Πέντε Αστέρια», με ποσοστό που κινείται μεταξύ 26,3% - 28,3%. Ωστόσο, ως σύνολο τα κόμματα της Κεντροδεξιάς Συμμαχίας έχουν ξεκάθαρο προβάδισμα, με συνολικά ποσοστά κοντά στο 37,5%, με την Κεντροαριστερή Συμμαχία να λαμβάνει περί το 26%.
Οι αριστεροί «Ελεύθεροι και Ίσοι» κινούνται μεταξύ 5% και 6%, οι ριζοσπάστες της «Εξουσίας στον Λαό» κοντά στο 1% με 2%, ενώ οι νεοφασίστες της CasaPound δεν ξεπερνούν το 1%.
Οι προβλέψεις για την επόμενη μέρα
Τρία είναι τα βασικά μετεκλογικά σενάρια, με βάση τις εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα και τις δημοσκοπήσεις.
1. Κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς
Λόγω της μίξης πλειοψηφικού και αναλογικής στο εκλογικό σύστημα, είναι σχεδόν αδύνατη η πρόβλεψη των πιθανοτήτων αυτοδυναμίας ενός εκλογικού συνασπισμού, με μόνο «διεκδικητή», με βάση τα δημοσκοπικά ποσοστά, την Κεντροδεξιά Συμμαχία υπό τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Σε μια τέτοια περίπτωση, μεγάλη σημασία, όσον αφορά το πρόσωπο του πρωθυπουργού, θα παίξει ο συσχετισμός ανάμεσα στη Forza Italia και τη Λέγκα. Η μεν πρώτη δεν έχει αποσαφηνίσει ποιον θα επιθυμούσε για τη θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης, δεδομένης της αδυναμίας εκλογής του Μπερλουσκόνι, ενώ η δεύτερη προτείνει τον γραμματέα και ηγέτη της Ματέο Σαλβίνι.
2. Κυβέρνηση συνεργασίας Κεντροδεξιάς - Κεντροαριστεράς
Σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε μια κάποια συνέχεια των κυβερνήσεων συνεργασίας οι οποίες διοικούν την Ιταλία από το 2011, με αλλαγή στους εσωτερικούς συσχετισμούς, αφού από το 2013 κυρίαρχοι ήταν οι κεντροαριστεροί Δημοκρατικοί, διατηρώντας τη θέση του πρωθυπουργού με τους Ενρίκο Λέτα, Ματέο Ρέντσι και Πάολο Τζεντιλόνι. Ακόμη ωστόσο και αν οι δύο μεγάλοι παίκτες στα δύο μεγαλύτερα πολιτικά μπλοκ, δηλαδή η Forza Italia στην Κεντροδεξιά και το Δημοκρατικό Κόμμα στην Κεντροαριστερά, συμφωνούσαν για κυβερνητική συνεργασία στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, άγνωστο είναι τι θα έπρατταν τα μικρότερα κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, κυρίως οι λαϊκιστές δεξιοί της Λέγκας, που μοιάζει δύσκολο να αποδέχονταν μια κυβερνητική συνύπαρξη με τον «συστημικό» και άκρως φιλοευρωπαίο Ματέο Ρέντσι.
3. Κυβέρνηση «Κινήματος Πέντε Αστέρων» - Λέγκας
Το άθροισμα των δύο μεγαλύτερων ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων του ιταλικού πολιτικού απαράτ μπορεί να αγγίξει και το 43%, καθιστώντας όχι απίθανη μια συνεργασία η οποία θα αποτελούσε εφιάλτη για το μέτωπο Μακρόν - Μέρκελ και γενικά για τους υποστηρικτές της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Τα δύο κόμματα έχουν ρίξει αρκετό νερό στο κρασί τους και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του Μπέπε Γκρίλο ανήκει πλέον στο παρελθόν (έχει αποχωρήσει τόσο από την ηγεσία όσο και από την -τυπική- προεδρία των Πέντε Αστέρων), ωστόσο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι δυναμικές θα απελευθέρωνε μια κυβερνητική συμμαχία δυνάμεων που νιώθουν -έστω κατά ένα μέρος- αντισυστημικές στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.