Ο πιστός στο Κρεμλίνο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, με ανάρτηση του στον λογαριασμό του στο Telegram, αναφερόμενος στον εκτοπισμό των λαών της Τσετσενίας και της Ινγκουσετίας που έγινε το 1944 με εντολή του Στάλιν, λόγω συνεργασίας μέρους τους με τους Γερμανούς ναζί κατακτητές, αναθεματίζει τον τότε σοβιετικό ηγέτη χαρακτηρίζοντας τον «τύραννο και αιμοσταγή εγκληματία».
Ο πιστός στο Κρεμλίνο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, με ανάρτηση του στον λογαριασμό του στο Telegram, αναφερόμενος στον εκτοπισμό των λαών της Τσετσενίας και της Ινγκουσετίας που έγινε το 1944 με εντολή του Στάλιν, λόγω συνεργασίας μέρους τους με τους Γερμανούς ναζί κατακτητές, αναθεματίζει τον τότε σοβιετικό ηγέτη χαρακτηρίζοντας τον «τύραννο και αιμοσταγή εγκληματία».
Ο Ρ. Καντίροφ επισημαίνει ότι, παρά την πληθώρα των τραγικών γεγονότων και πολέμων που βίωσε ο τσετσενικός λαός, η σταλινική εξουσία του προκάλεσε τα χειρότερα δεινά, στερώντας του την πατρογονική του γη.
«Ούτε ένας από τους πολέμους αυτούς δεν μπορεί να συγκριθεί με τις διώξεις του Ιωσήφ Στάλιν (να είναι καταραμένος στον αιώνα τον άπαντα) εναντίον του λαού της Τσετσενίας», γράφει ο Καντίροφ, επισημαίνοντας ότι πολλοί από τους διωχθέντες πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, ενώ άλλοι επέζησαν χάρη στην πίστη τους.
Με εντολή του Στάλιν στις 23 Φεβρουαρίου του 1944 οι λαοί της Τσετσενίας και της Ινγκουσετίας εκτοπίσθηκαν στην Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία, ενώ η δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας καταργήθηκε.
Οι δύο λαοί έζησαν στην εξορία 13 χρόνια και άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους μετά τις 9 Ιανουαρίου 1957, όταν με διάταγμα του Νικίτα Χρουστσόφ αποκαταστάθηκε η αυτόνομη δημοκρατία τους και άρθηκαν οι περιορισμοί που αφορούσαν την επιστροφή των «ειδικών εξορίστων».