Απόψεις
Πέμπτη, 15 Φεβρουαρίου 2018 11:34

Φαρμακευτικές εναντίον αντιμικροβιακής αντοχής

Το Ίδρυμα για την Πρόσβαση σε Φάρμακα (AMF) προωθεί έναν δείκτη αντιμικροβιακής αντοχής (AMR), που θα παρακολουθεί «πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες απαντούν στην αυξανόμενη αντίσταση στα φάρμακα», γράφει ο Τζιμ Ο’ Νιλ.

Από την έντυπη έκδοση

Του Τζιμ Ο’ Νιλ*

Το Ίδρυμα για την Πρόσβαση σε Φάρμακα (AMF) προωθεί έναν δείκτη αντιμικροβιακής αντοχής (AMR), που θα παρακολουθεί «πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες απαντούν στην αυξανόμενη αντίσταση στα φάρμακα». Ο δείκτης στηρίζεται σε συστάσεις που έγιναν τον Μάιο του 2016 στην τελική έκθεση της βρετανικής κυβέρνησης για την Αντιμικροβιακή Αντοχή και σε σημαντική δουλειά που έγινε από το Chatham House, την Drive-AB, την Παγκόσμια Ένωση Έρευνας και Ανάπτυξης Αντιβιοτικών, το Pew Trusts και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Για τα τελευταία δέκα χρόνια, το AMF, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη βιομηχανία φαρμάκου, παρουσίαζε έναν αξιόπιστο Δείκτη Πρόσβασης στα Φάρμακα, ο οποίος συμβάλλει στο να ποσοτικοποιήσουμε τη μάχη της κάθε εταιρείας κατά της AMR.

Κατά την άποψή μου, ο νέος δείκτης θα έχει πολλά οφέλη, κυρίως για τους αναλυτές μετοχών, οι οποίοι ενδεχομένως να σκεφθούν να προσαρμόσουν τις συστάσεις τους για μετοχές στη βάση των ευρημάτων του AMF. Κατά τη μελέτη μας, έμαθα ότι πολλοί στην επενδυτική κοινότητα δεν ενδιαφέρονταν για τη στάση των φαρμακευτικών στο ζήτημα, γιατί δεν είχαν διαθέσιμα στοιχεία ώστε να προβούν σε συγκρίσεις. Τώρα, λοιπόν, αυτά τα στοιχεία υπάρχουν.

Όπως έχω γράψει στο παρελθόν, η μελέτη περιελάμβανε δέκα οδηγίες για την αντιμετώπιση της απειλής της AMR. Αν και ο δείκτης του AMF δεν έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζει και τις δέκα, στηρίζεται σε τομείς που συνδέονται άμεσα με τη βιομηχανία φαρμάκου.

Δύο τομείς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τους ποσοτικοποιημένους δείκτες είναι η διάγνωση, με στόχο να αποτραπεί η αναίτια συνταγογράφηση αντιβιοτικών, και η γεωργία (κτηνοτροφία), όπου τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται εκτεταμένα για να προωθήσουν την ανάπτυξη του ζωικού κεφαλαίου. Τελικά τα μικρόβια θα αναπτύσσουν αντιστάσεις απέναντι σε όποιο νέο φάρμακο δημιουργούμε, γι’ αυτό και θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να μειώσουμε συνολικά τη ζήτηση αντιβιοτικών.

Από την πλευρά του, το AMF έχει υπολογίσει τον δείκτη του ξεχωριστά για τις οκτώ μεγάλες φαρμακευτικές που σήμερα εμφανίζονται να εργάζονται σε φάρμακα αντικατάστασης, παραγωγούς γενοσήμων φαρμάκων και εταιρείες που εστιάζουν αποκλειστικά σε έρευνα και ανάπτυξη. Το γεγονός ότι μόνο οκτώ μεγάλες φαρμακευτικές επιχειρούν να αναπτύξουν νέα αντιβιοτικά και εμβόλια είναι λόγος ανησυχίας.

Μία από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες που συζητήσαμε κατά τη διάρκεια της μελέτης αφορούσε τα οικονομικά κίνητρα που θα επιβραβεύουν όσες εταιρείες αναπτύσσουν επιτυχώς νέα φάρμακα. Καθορίσαμε ότι μία αποτελεσματική επιβράβευση για είσοδο στην αγορά θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από μικρούς δασμούς επί των πωλήσεων των άλλων 50 κορυφαίων φαρμακευτικών που δεν σηκώνουν το βάρος.

Η συνολική βαθμολογία κάθε εταιρείας μπορεί να «σπάσει» σε τρεις διακριτές κατηγορίες: α) τη δέσμευσή της σε έρευνα και ανάπτυξη για νέα φάρμακα, β) τη μεταποίηση, παραγωγή και τα περιβαλλοντικά στάνταρντ και γ) τις πρακτικές μάρκετινγκ και διανομής, οι οποίες θα πρέπει να εστιάζουν στην εξασφάλιση πρόσβασης. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι και οι οκτώ εταιρείες είναι δεσμευμένες στον στόχο, αλλά τουλάχιστον με τον δείκτη μπορούν να δουν σε ποιον βαθμό μπορούν να βελτιωθούν.

Επιπλέον, ελπίζει κανείς ότι ο δείκτης θα ωθήσει σε δράση όλες τις επιχειρήσεις που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στη μάχη κατά της AMR. Αξίζει να θυμίσουμε ότι στην ετήσια σύνοδο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, τον Ιανουάριο του 2016, περισσότερες από 80 εταιρείες υπέγραψαν διακήρυξη στην οποία υπόσχονταν να εργαστούν για λύσεις. Κι όμως, περισσότερες από 70 από τις εταιρείες δεν εμφανίζονται στον νέο δείκτη AMF. Τα λόγια είναι φτώχεια. Οι εταιρείες πρέπει να κάνουν πράξη τις υποσχέσεις τους.

Όσον αφορά τους παραγωγούς γενοσήμων φαρμάκων, η βαθμολογία του AMF για τη ρύπανση θα μπορούσε να αποδειχτεί πιο σημαντική, δεδομένου ότι πολλές απ’ αυτές τις επιχειρήσεις λειτουργούν σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι μείζον πρόβλημα. 

Η τρίτη κατηγορία του δείκτη αφορά τις εταιρείες βιοτεχνολογίας, οι οποίες πραγματοποιούν έρευνα για φάρμακα που πολεμούν τα λεγόμενα «παθογόνα πρώτης προτεραιότητας», όπως αυτά ορίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η κατηγορία θα βοηθήσει ιδιαιτέρως τους αναλυτές των χρηματοοικονομικών αγορών ή και τα venture capitals, δεδομένου ότι συγκεκριμένα βήματα προόδου θα μπορούσαν να προσφέρουν πρόσβαση σε μία νέα αγορά ή να έχουν τεράστιες εμπορικές προοπτικές. Και, βέβαια, η νέα βαθμολογία θα είναι επίσης σημαντική για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και τους υπευθύνους πολιτικής που προσπαθούν να βρουν μία ισορροπία ανάμεσα σε κίνητρα έλξης και τις τρέχουσες ανάγκες για φάρμακα προτεραιότητας. Θα ήταν πολύ καλό να δούμε παρόμοιους δείκτες για τους μεγάλους παραγωγούς τροφίμων και τους φορείς διαγνώσεων. Πράγματι, πίστευα εδώ και καιρό ότι ο τομέας της διάγνωσης θα είναι βασικός παίκτης στη μάχη κατά της AMR. Αλλά, προς το παρόν, ας ελπίσουμε ότι ο νέος φαρμακευτικός δείκτης θα λάβει την προσοχή που του αξίζει.   [SID:11689347]

* Ο Τζιμ Ο’ Νιλ είναι πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου.

Copyright: Project Syndicate, 2018.