Μια σιωπηρή επανάσταση εκτυλίσσεται γύρω μας, καθώς η Ευρώπη πετάει από ρεκόρ σε ρεκόρ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Σύμφωνα με την ομοσπονδία παραγωγών αιολικής ενέργειας WindEurope, η εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής ενέργειας από τον άνεμο, ιδίως μέσα στη θάλασσα, διπλασιάστηκε εντός του 2017 σε σχέση με το 2016 για να φτάσει τα 3.148 μεγαβάτ. Η άνοδος είναι βέβαια άνιση.
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Μια σιωπηρή επανάσταση εκτυλίσσεται γύρω μας, καθώς η Ευρώπη πετάει από ρεκόρ σε ρεκόρ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Σύμφωνα με την ομοσπονδία παραγωγών αιολικής ενέργειας WindEurope, η εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής ενέργειας από τον άνεμο, ιδίως μέσα στη θάλασσα, διπλασιάστηκε εντός του 2017 σε σχέση με το 2016 για να φτάσει τα 3.148 μεγαβάτ. Η άνοδος είναι βέβαια άνιση. Στη Γερμανία το μερίδιο των ΑΠΕ αυξήθηκε στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας κατά 1.000% από την επανένωση του 1990 και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πρωταθλητής στην εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής αιολικής ενέργειας στη θάλασσα, ενώ άλλα κράτη μέλη της ΕΕ παραμένουν στάσιμα. Για πρώτη φορά στα ιστορικά χρονικά, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ξεπέρασε κατά μέσο όρο στην ΕΕ την παραγωγή από άνθρακα και τώρα βρίσκεται στο 30% του συνολικού ενεργειακού μίγματος. Με αυτόν τον ρυθμό αύξησης, οι ΑΠΕ μπορούν κάλλιστα να φτάσουν μέχρι και στο 50% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030.
Τα νέα δεδομένα συμπαρασύρουν και τα νομοθετικά όργανα της ΕΕ. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προτείνει να ανεβεί το μερίδιο των ΑΠΕ στο 27% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030, τώρα ο αρμόδιος Ισπανός Επίτροπος Κλιματικής Αλλαγής Miguel Arias Cañete διατείνεται ότι αυτός ο στόχος υπολείπεται των τεχνικών δυνατοτήτων και είναι πρόθυμος να στηρίξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο σε πρόσφατη ψηφοφορία του επί της αναθεώρησης της Οδηγίας για τις ΑΠΕ ενέκρινε τον πιο φιλόδοξο στόχο του 35% έως το 2030. Μόνο οι Υπουργοί Ενέργειας των 28 κρατών μελών διατηρούν προς το παρόν μια εφεκτική στάση επιμένοντας στον αρχικό στόχο του 27%.
Ωστόσο, σ’ αυτόν τον ευαίσθητο τομέα πολιτικής τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πάρα πολλά εξαρτώνται απ’ την καταλληλότητα του ρυθμιστικού πλαισίου και την ευέλικτη κινητροδότηση των παραγωγών ΑΠΕ. Εδώ το ακόλουθο ρυθμιστικό δίλημμα φαίνεται να είναι καθοριστικό: ενιαίοι κανόνες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ για όλη την εσωτερική αγορά της ΕΕ ή εξαιρέσεις από ορισμένες υποχρεώσεις για τους μικρούς και αυτόνομους παραγωγούς; Είναι σαφές ότι για να εξασφαλισθεί η ευστάθεια του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να τηρούνται ορισμένες υποχρεώσεις εξισορρόπησης (balancing), με τις οποίες ο διαχειριστής αντισταθμίζει την κυμαινόμενη εισροή ενέργειας από ΑΠΕ στο δίκτυο με μια σταθερή παροχή ενέργειας, συνήθως από φυσικό αέριο, ειδάλλως το δίκτυο κινδυνεύει να καταστραφεί γιατί συχνά είναι αρκετά απαρχαιωμένο και δεν μπορεί να υποδεχθεί με αρκετή ευελιξία την εισφορά από μικρούς, αποκεντρωμένους παραγωγούς ΑΠΕ.
Η αντιστάθμιση μετακυλίει στους παραγωγούς ΑΠΕ το κόστος εξισορρόπησης, το οποίο μπορεί να είναι τόσο σημαντικό που να καθιστά μη βιώσιμες πολλές μονάδες παραγωγής. Συνεπώς, αν οι μικροί και αποκεντρωμένοι παραγωγοί εξισωθούν ρυθμιστικά με τους μεγάλους ηλεκτροπαραγωγούς, που είναι ικανοί να εξοικονομούν κόστος με οικονομίες κλίμακος, θα βγουν εκτός αγοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με την κατά προτεραιότητα παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο (priority dispatch) από ΑΠΕ. Αν ο διαχειριστής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν παραχωρήσει κάποια προτεραιότητα παροχής στους μικρούς και αυτόνομους παραγωγούς, ο διακηρυγμένος στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι «οι καταναλωτές και οι κοινότητες θα ενδυναμωθούν προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να παράγουν τον ίδιο τους τον ηλεκτρισμό, να τον καταναλώνουν ή να τον μεταπωλούν στην αγορά» θα παραμείνει γράμμα κενό.
Μια ενιαία και οριζόντια αντιμετώπιση των υποχρεώσεων τόσο των μικρών ηλεκτροπαραγωγών, που δεν έχουν την παραγωγή ενέργειας ως κύρια δραστηριότητα ούτε διαθέτουν το απαιτούμενο cash flow για να ανταπεξέλθουν σε βαριές ρυθμιστικές υποχρεώσεις, όσο και των μεγάλων εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που μπορούν να αποσβέσουν εύκολα τα κόστη προσαρμογής στις διοικητικές και τεχνικές απαιτήσεις του δικτύου, θα εξουδετέρωνε εν τοις πράγμασιν τους μικρούς και αυτόνομους παραγωγούς. Όμως κάτι τέτοιο φαίνεται να επιδιώκει ο Λεττονός εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Krišjānis Kariņš στο σχέδιο έκθεσής του για την Οδηγία σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, απαλείφοντας όλες τις προτιμησιακές διατάξεις και τις εξαιρέσεις προς όφελος των μικρών παραγωγών ΑΠΕ με την αιτιολογία ότι «η παροχή εξαιρέσεων σε κάποιους παράγοντες της αγοράς σημαίνει διάκριση εις βάρος άλλων, κάτι που θεμελιωδώς υπονομεύει τη δομή της αγοράς, αυξάνει τα κόστη για τους καταναλωτές και δημιουργεί ανασφάλεια στους επενδυτές». Ποτέ η αλήθεια δεν ήταν πιο απομακρυσμένη από αυτήν την υποκριτική επίκληση ενιαίων κανόνων για όλους, καθώς αν τυχόν ψηφιστεί ως έχει αυτή η έκθεση απ’ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ ισχυρών και μικρών παραγωγών θα εγκατασταθεί στην καρδιά της Ενιαίας Αγοράς, θα μειωθεί η κινητροδότηση των παραγωγών-καταναλωτών (prosumers) ενέργειας και θα ανακοπεί η τόσο ελπιδοφόρα πορεία της Ευρώπης στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσω της αλλαγής ενεργειακού μοντέλου.