Συμπληρώνονται 10 χρόνια από την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα και η αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας συνεχίζει να βρίσκεται στα λόγια. Σχέδια για την ανάπτυξη της χώρας, σχέδια για την εκμετάλλευση της θέσης της ως διαμετακομιστικού κόμβου εμπορευμάτων, σχέδια για την προσέλκυση επενδύσεων, σχέδια για τη δημιουργία κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Του Γιώργου Μπαμπαλή
Συμπληρώνονται 10 χρόνια από την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα και η αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας συνεχίζει να βρίσκεται στα λόγια. Σχέδια για την ανάπτυξη της χώρας, σχέδια για την εκμετάλλευση της θέσης της ως διαμετακομιστικού κόμβου εμπορευμάτων, σχέδια για την προσέλκυση επενδύσεων, σχέδια για τη δημιουργία κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Κατά την υφεσιακή δεκαετία επικράτησε η αισιόδοξη σκέψη της επόμενης καλύτερης ημέρας, προσβλέποντας σε εξωτερική επενδυτική βοήθεια και αδιαφορώντας για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η μεταφορά πολλών υγιών επιχειρήσεων στο εξωτερικό για λόγους ευμενέστερης φορολογίας και μείωσης του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων, λόγω μείωσης της ζήτησης. Υπήρχε η προσδοκία ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι αναμένονται μια δεκαετία. Η εσωτερική αγορά, που θα προσέδιδε σταθερότητα και αναπτυξιακά πολλαπλασιαστικά οφέλη, δεν ήταν ορατή, αλλά δεν ήταν και η επιδίωξη.
Η Πανελλήνια Ένωση Επιχειρήσεων Διαμεταφοράς (ΠΕΕΔ) είχε ήδη προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για κλαδικά θέματα που δύσκολα εισακούγονταν, μέχρι που οι ίδιες ακριβώς προτάσεις ετέθησαν από την Παγκόσμια Τράπεζα επ’ αμοιβή. Η μνημονιακή επιτήρηση επέβαλε τη νομοθέτηση αρκετών λύσεων από τις προτεινόμενες, δίχως να καταφέρουν να εφαρμοστούν πρακτικά. Οι συγκεκριμένοι νόμοι έχουν μεγάλες αδυναμίες εφαρμογής και αντικρούουν σε υπέρτερες νομοθεσίες. Το βέβαιο αποτέλεσμα είναι ότι μετά από αρκετά χρόνια θα βλέπουμε άλλη μια νομοθεσία, περί εφοδιαστικής αλυσίδας, που δεν θα έχει εφαρμοστεί.
Γιατί όμως δεν θα λειτουργήσει η νομοθεσία; Πολύ απλά γιατί προσβλέπει μόνο στις νέες επιχειρήσεις, διατηρώντας πρακτικά τις υφιστάμενες επιχειρήσεις εφοδιαστικής σε καθεστώς μη νομιμότητας. Η αδυναμία αντιμετώπισης της σημερινής κατάστασης είναι εμφανής και από τους ίδιους τους επιχειρηματίες, καθώς πιστεύουν ότι έχοντας μια άδεια οικοδομής δεν είναι παράνομοι, αλλά παράτυποι ή με παρεκκλίσεις. Εθελοτυφλούν, όμως, γιατί -ανεξαρτήτως πώς θα βαφτίσουν το γεγονός ότι δεν αδειοδοτούνται- οι κυρώσεις σφραγίσματος των επιχειρήσεων παραμένουν ίδιες.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν εδώ και 50 χρόνια τις συνέπειες αυτής της «παρατυπίας», με διαφορετικό κάθε φορά νομοθετικό πλέγμα. Ξεκινάμε από τις άδειες που εξέδιδε η αστυνομία, προχωρήσαμε στο ΠΔ79/2004 και συνεχίζουμε σε παραλληλία με τον Ν. 4302/2014.
Βασικό στοιχείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ήταν ο ενωμένος κλάδος. Οι παλαιότεροι γνωρίζουν ότι μια δίωξη σε μια επιχείρηση θα φέρει αλυσιδωτές επιδράσεις σε όλες τις επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες. Οι κυρώσεις όταν αρχίζουν να επιβάλλονται δεν κάνουν διακρίσεις σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις. Σήμερα παρόλο που υπάρχει νέα νομοθεσία επανήλθαν οι διώξεις, οι οποίες περιήλθαν σε γνώση της ΠΕΕΔ. Με συνεχή υπομνήματα στο υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει γνωστοποιηθεί το θέμα και απάντηση δεν έχουμε. Επαγγελματικοί φορείς της ευρύτερης μεταφοράς συμφωνούν στην ενιαία αντιμετώπιση του θέματος και της προσπάθειας επίλυσης του τρέχοντος προβλήματος. Χρειάζεται όμως και η βούληση της πολιτείας για την παύση ομηρίας όλων αυτών των επιχειρήσεων, που είναι χρήσιμες για να καταβάλλουν φόρους, εισφορές και να απασχολούν εργαζομένους, αλλά δεν είναι κατάλληλες για να λειτουργούν. Οι δύο όψεις του ίδιου κράτους πρέπει να ενοποιηθούν. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι υπαρκτές, λειτουργούν επί δεκαετίες, επιζητούσαν κι επιζητούν λύση.