Ο κλάδος των Υπηρεσιών Logistics προς Τρίτους (Third Party Logistics-3PL) ήταν μέχρι και το 2008 ένας από τους πιο δυναμικά αναπτυσσόμενους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η ανοδική του πορεία ανακόπηκε, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης της χώρας. Στον κλάδο δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες είτε είναι (δια)μεταφορικές που παρέχουν παράλληλα και υπηρεσίες logistics, είτε αμιγείς επιχειρήσεις παροχής αυτών των υπηρεσιών.
της Ελένη Δεμερτζή
Senior Manager της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group
Ο κλάδος των Υπηρεσιών Logistics προς Τρίτους (Third Party Logistics-3PL) ήταν μέχρι και το 2008 ένας από τους πιο δυναμικά αναπτυσσόμενους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η ανοδική του πορεία ανακόπηκε, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης της χώρας. Στον κλάδο δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες είτε είναι (δια)μεταφορικές που παρέχουν παράλληλα και υπηρεσίες logistics, είτε αμιγείς επιχειρήσεις παροχής αυτών των υπηρεσιών.
Με τον Νόμο 4302/2014 έγινε η πρώτη προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η δραστηριότητα της παροχής υπηρεσιών Εφοδιαστικής (Logistics) ως σύνολο και όχι αποσπασματικά με νομοθετικές ρυθμίσεις για τις επιμέρους δραστηριότητες αποθήκευσης, διανομής, μεταφοράς κ.λπ., όπως γινόταν έως σήμερα. Βάσει του νόμου, «εφοδιαστική (logistics) είναι το σύνολο των διεργασιών που είναι απαραίτητες για το σχεδιασμό, την υλοποίηση και τον έλεγχο της ροής (της μεταφοράς, της διαμεταφοράς και της αποθήκευσης) αγαθών και εμπορευμάτων, από οποιοδήποτε σημείο προέλευσης σε οποιοδήποτε σημείο προορισμού και αντιστρόφως, καθώς και για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και τον έλεγχο της παροχής συναφών υπηρεσιών και της σχετικής πληροφορίας».
Σύμφωνα με την τελευταία σχετική κλαδική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο θεσμός των 3PL γνωρίζει διάδοση, καθώς έχει αυξηθεί αφενός η αναγνώριση της σπουδαιότητας των δραστηριοτήτων της εφοδιαστικής αλυσίδας και αφετέρου η αποδοχή του outsourcing μεταξύ των επιχειρήσεων (ως outsourcing χαρακτηρίζεται η ανάθεση συγκεκριμένων διαδικασιών μίας επιχείρησης σε τρίτους).
Η Ελένη Δεμερτζή, Senior Manager της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι σήμερα στην ελληνική αγορά δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών 3PL με τον ανταγωνισμό μεταξύ τους να είναι έντονος και να εστιάζεται σε διάφορους τομείς, όπως στις τιμές, στο εύρος των προσφερόμενων υπηρεσιών κ.ά.
Η πλειονότητα των εταιρειών παροχής υπηρεσιών logistics εδρεύει στην Αττική, οι περισσότερες δε απ’ αυτές διατηρούν τις βασικές τους εγκαταστάσεις στο Θριάσιο Πεδίο (Ασπρόπυργο, Μαγούλα, Μάνδρα, Ελευσίνα) ή σε περιοχές όπως η Παιανία, το Κορωπί καθώς και το διεθνές αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Αρκετές από τις επιχειρήσεις του κλάδου, ιδιαίτερα όσες έχουν παρουσία και στον κλάδο των υπηρεσιών διαμεταφοράς, διατηρούν αποθηκευτικούς χώρους και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Καλοχώρι, Θέρμη, Ιωνία, Σίνδος).
Σύμφωνα με τα ευρήματα της πρωτογενούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε εκτεταμένο δείγμα επιχειρήσεων του κλάδου, η συνολική εγχώρια αγορά των υπηρεσιών 3PL παρουσίασε διαχρονική άνοδο καθ’ όλη την περίοδο 1998-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 19,7%. Ωστόσο, η αγορά του εξεταζόμενου κλάδου από το 2009 κι έπειτα άρχισε να παρουσιάζει πτωτική πορεία, η οποία εκτιμάται ότι ανακόπηκε το 2016. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική αξία της αγοράς 3PL απώλεσε σωρευτικά την περίοδο 2016/2008 σχεδόν το 1/4 της αξίας της, παρουσιάζοντας σωρευτική μείωση 24% την περίοδο 2008-2016.
Ειδικότερα, το 2016 παρουσίασε οριακή αύξηση 0,6% σε σχέση με το 2015. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η συνολική αξία της αγοράς 3PL ακολούθησε ανοδική πορεία και το 2017, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 1,8%. Οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου κερδίζουν συνεχώς μερίδιο αγοράς σε βάρος μικρότερων εταιρειών, με τις 10 κυριότερες εταιρείες του κλάδου να καταλαμβάνουν από κοινού πάνω από το 50% της συνολικής αξίας της αγοράς 3PL, το 2016.
Η Ελευθερία Παραμερίτη, Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, επισημαίνει σχετικά με την κατανομή της αγοράς των υπηρεσιών logistics προς τρίτους ανά κύρια κατηγορία υπηρεσιών, ότι οι υπηρεσίες αποθήκευσης συνολικά καταλαμβάνουν το 59% περίπου της συνολικής αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών 3PL και ακολουθούν οι υπηρεσίες διανομής, αποσπώντας μερίδιο 34%. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες αποθήκευσης διακρίνονται σε αποθηκεύσεις χωρίς ψύξη που καταλαμβάνουν το 44% περίπου και σε αποθηκεύσεις με ψύξη που αποσπούν μερίδιο 15%. Παρατηρείται δηλαδή ότι από κοινού οι υπηρεσίες αποθήκευσης - διανομής καταλαμβάνουν το 93% των συνολικών παρεχόμενων υπηρεσιών.
Όσον αφορά την κατανομή της αγοράς υπηρεσιών 3PL ανά κύρια κατηγορία προϊόντων, την πρώτη θέση κατέχει, διαχρονικά, η κατηγορία των τροφίμων και ποτών.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση, βάσει πλήθους αριθμοδεικτών, 65 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ενώ σχηματίστηκε και ομαδοποιημένος ισολογισμός με τη χρήση αντιπροσωπευτικού δείγματος 14 επιχειρήσεων για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για όλα τα έτη της περιόδου 2012-2016.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων του ομαδοποιημένου ισολογισμού, το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος παρουσίασε σωρευτική μείωση 13,6% το 2016 έναντι του 2012. Σημαντική ποσοστιαία μείωση 44,3% εμφάνισαν τα τραπεζικά διαθέσιμα. Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων του δείγματος υποχώρησαν κατά 13,8% την εξεταζόμενη περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις υπέστησαν μείωση 7,5% το 2016/2012. Τόσο τα λειτουργικά όσο και τα καθαρά αποτελέσματα παρέμειναν ζημιογόνα καθ’ όλη την εξεταζόμενη πενταετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ζημιές περιορίστηκαν σημαντικά το 2014, αλλά διευρύνθηκαν εκ νέου τη διετία 2015-2016.
Όσον αφορά τις προοπτικές του κλάδου των 3PL, αυτές είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τη γενικότερη οικονομική δραστηριότητα της χώρας και η ενίσχυση του κλάδου θα επέλθει με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την παραγωγική και εξωστρεφή ανασυγκρότηση της χώρας.
Τέλος, βάσει του δείκτη LPI της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έπεσε από την 44η θέση που κατείχε το 2014 στην 47η το 2016 ανάμεσα σε 160 χώρες που συμπεριέλαβε στη μελέτη της η Παγκόσμια Τράπεζα. Η Γερμανία διατήρησε την πρώτη θέση και το 2016 παρουσιάζοντας τις καλύτερες επιδόσεις.