Η δημοσιονομική ισορροπία είναι θεμιτή για τη βιωσιμότητα της οικονομίας και για τη διασφάλιση χαμηλών επιτοκίων δανεισμού στις αγορές. Στο ελληνικό πρόγραμμα όμως η δημοσιονομική προσαρμογή μετατράπηκε από χρήσιμο εργαλείο σε φονικό όπλο για οικονομική αυτοχειρία. Δύο ήταν οι κύριες εξελίξεις. Η πρώτη αφορά τις διαδοχικές παλινωδίες, με ευθύνη κυρίως των εκάστοτε κυβερνήσεων, στις αξιολογήσεις των προγραμμάτων. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και αυξήθηκε ο λογαριασμός, ενισχύοντας τις απαιτήσεις για αλλεπάλληλα περιοριστικά μέτρα, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η δημοσιονομική ισορροπία είναι θεμιτή για τη βιωσιμότητα της οικονομίας και για τη διασφάλιση χαμηλών επιτοκίων δανεισμού στις αγορές. Στο ελληνικό πρόγραμμα όμως η δημοσιονομική προσαρμογή μετατράπηκε από χρήσιμο εργαλείο σε φονικό όπλο για οικονομική αυτοχειρία. Δύο ήταν οι κύριες εξελίξεις.
Η πρώτη αφορά τις διαδοχικές παλινωδίες, με ευθύνη κυρίως των εκάστοτε κυβερνήσεων, στις αξιολογήσεις των προγραμμάτων. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και αυξήθηκε ο λογαριασμός, ενισχύοντας τις απαιτήσεις για αλλεπάλληλα περιοριστικά μέτρα.
Ο απερχόμενος επικεφαλής του ΕWG Τόμας Βίζερ επαναλαμβάνει διαρκώς ότι η μοναδική κυβέρνηση που υιοθέτησε και τήρησε τα συμφωνηθέντα, τουλάχιστον σε νομοθετικό επίπεδο, είναι η κυβέρνηση «ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ» και κατά βάση στην τρίτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Πρόσφατα, δε, σχολίαζε πως αν όλες οι αξιολογήσεις ήταν σαν αυτήν, σήμερα δεν θα μιλούσαμε για μνημόνιο στην Ελλάδα.
Το βασικό κίνητρο του Ευρωπαίου αξιωματούχου σε επίπεδο επικοινωνίας είναι εμφανώς να δημιουργήσει κλίμα εξόδου στις αγορές και κυρίως να υπενθυμίσει σε όλη την Ευρώπη τη θεαματική «kolotoumba» των ελληνικών λαϊκιστικών δυνάμεων, η οποία ενέχει ιδιαίτερα διδακτικό χαρακτήρα για όλη την Ευρωζώνη. Όμως αυτό δεν αναιρεί την ορθότητα της επισήμανσης, καθώς πρακτικά ήταν η πρώτη φορά που τη διαδικασία δεν μονοπώλησαν κορόνες περί «επαναδιαπραγμάτευσης», «ισοδύναμων» ή «αντίμετρων».
Η δεύτερη εξέλιξη που κατέστησε τη δημοσιονομική προσαρμογή Δούρειο Ίππο της ελληνικής οικονομίας συμπυκνώνεται στην έννοια της υπερφορολόγησης. Ίσως η πιο καίρια αναφορά στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, την τελευταία υπό τον συντονισμό του «ενοχλητικού» κ. Λιαργκόβα, είναι το απόσπασμα που τεκμηριώνει τον αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που προϋπήρχε και πραγματικά τον «απογείωσε» η τωρινή κυβέρνηση.
Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά έσοδα βασίζονται κατά 44,5% στην έμμεση φορολογία, δηλαδή κατά 11,5% υψηλότερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, επιβαρύνοντας έτσι τους φτωχότερους, με τον λόγο έμμεσης προς άμεση φορολογία να μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.
Έπειτα, από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο, που πλέον ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ τον μήνα, η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας.
Συνεπώς, «το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».
Στην Ελλάδα όμως έχει αποδειχθεί ότι ο εντοπισμός του προβλήματος δεν εγγυάται και τη λύση του.