Πολιτική
Πέμπτη, 14 Σεπτεμβρίου 2006 12:10

Θεμελιώδεις αρχές και καινοτομίες του σχ/ν για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια

Τις θεμελιώδεις αρχές και τις καινοτομίες του σχεδίου νόμου για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια παρουσίασε σήμερα το υπουργείο Παιδείας.

Όπως αναφέρει το υπουργείο, το σχέδιο νόμου προβάλλει την ιδιαιτερότητα της απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, λόγω των διαφορετικών σκοπών, τους οποίους το κυρωτικό σύστημα της Εκκλησίας επιδιώκει, σε σύγκριση με εκείνο της Πολιτείας. Για τον λόγο αυτό, καταβάλλεται προσπάθεια αποσύνδεσης, ακόμα και ορολογικής, από έννοιες του κοσμικού ποινικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, αλλά και του πειθαρχικού δικαίου.

Παραπομπή σε διατάξεις του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας -σημειώνεται- γίνεται σε εξαιρετικά περιορισμένη κλίμακα και μόνο σε θέματα τεχνικής φύσης, σχετικά με αποδεικτικά μέσα που συμπίπτουν από άποψη περιεχομένου στην ποινική και στην εκκλησιαστική δικονομία. Παρ’ όλα αυτά -όπως επισημαίνεται- η σκέψη ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ανήκουν ιδεολογικά στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης διαφορετικής από την πολιτειακή - γι’ αυτό και είναι συνταγματικά ανεκτός ο όρος «δικαστήρια» - δεν εξουδετερώνει το γεγονός ότι λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της τελευταίας, πράγμα που επιβάλλει την αναζήτηση ενός ιδεατού σημείου συνάντησης του ελάχιστου ορίου των απαιτήσεων καθεμίας έννομης τάξης.

Με τα παραπάνω δεδομένα, οι σημαντικότερες καινοτομίες του σχεδίου είναι οι ακόλουθες:

1. Συστηματοποιείται η ύλη της εκκλησιαστικής δικονομίας, με βάση τη σειρά των διαδοχικών σταδίων της εκκλησιαστικής δίκης, με αφετηρία τη συγκρότηση και την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και κατάληξη τη σχέση της με τη δίκη ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Αυτό θα επιλύσει πολλά μερικότερα προβλήματα που προκαλεί η ανεπιτυχής διατύπωση του ισχύοντος νόμου και θα διευκολύνει ουσιαστικά το έργο όσων ασχολούνται με την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

2. Καταργείται η περιορισμένη προφορικότητα της διαδικασίας και θεσπί­στηκε υποχρέωση των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την προδικασία να εμφανι­στούν και στο ακροατήριο.

3. Παρέχεται στον εγκαλούμενο το δικαίωμα να παρίσταται όχι μόνο με συνήγορο, αλλά και δια συνηγόρου, δηλαδή να εκπροσωπείται στο δικαστήριο χωρίς να είναι ανάγκη να προσέλθει ο ίδιος. Κατά την επιλογή συνηγόρου, έχει το δικαίωμα να διορίσει είτε κληρικό, είτε δικηγόρο.

4. Κατά τη συγκρότηση των επισκοπικών δικαστηρίων, προβλέπεται τα δύο τακτικά, πλην του Μητροπολίτη, μέλη να μη διορίζονται από αυτόν, όπως γίνεται τώρα, αλλά να εκλέγονται από τον κλήρο της μητρόπολης. Ορίστηκε επίσης ότι αποφασιστική ψήφο θα έχουν και τα τρία μέλη του δικαστηρίου, ώστε οι δύο πρεσβύτεροι να μετέχουν ουσιαστικά στην έκδοση της απόφασης.

5. Επιμερίζονται οι εξουσίες που συγκεντρώνει κατά το ισχύον δίκαιο στο πρόσωπό του ο οικείος Μητροπολίτης, να ασκεί δηλαδή τη δίωξη, να διενεργεί την ανάκριση είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως είτε με ανακριτή που αυτός διορίζει, και τέλος να εκδικάζει την υπόθεση. Κατά το σχέδιο, τη δίωξη ασκούν ειδικά όργανα που συνιστώνται, ο Πρωτέκδικος για τους Αρχιερείς και οι Έκδικοι των μητροπόλεων για τους λοιπούς κληρικούς και τους μοναχούς, τα οποία ορίζουν και τους ανακριτές. Για να μην αποξενωθούν όμως οι προϊστάμενοι των μητροπόλεων Αρχιερείς από τη διοίκηση της επαρχίας τους προβλέπεται να προτείνουν αυτοί τους προς διορισμό Εκδίκους της μητρόπολής τους.

6. Λαμβάνεται πρόνοια με σειρά διατάξεων για την εξασφάλιση του αδιάσπα­στου της ανάκρισης και της ενότητας στην κρίση των υποθέσεων. Έτσι καθιερώνεται δικαίωμα του ανακριτή να διεξαγάγει το έργο του και εκτός της έδρας του μέσα στην περιφέρεια άλλης μητρόπολης (αντί για τη διενέργεια των ανακριτικών αυτών πράξεων από κληρικό της άλλης μητρόπολης, όπως γίνεται σήμερα), και καθιέρωση αρμοδιότητας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, λόγω συνάφειας και λόγω συναιτιότητας. Λαμβάνονται επίσης μέτρα για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την αποφυγή άσκοπων ενεργειών, όπως η μη διενέργεια ανάκρισης επί βεβαιωμένων από την κοσμική αρχή επ’ αυτοφώρω αδικημάτων.

7. Ενοποιούνται σε ενιαίο κείμενο τα πρακτικά και η απόφαση του δικαστη­ρίου και με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφέστερη η αιτιολογία της απόφασης.

8. Εισάγεται για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική δικονομία το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης και συνιστάται Αναιρετικό Δικαστήριο.

9. Εισάγεται η επανάληψη της διαδικασίας, ώστε σε περίπτωση που καταδι­κά­στηκε κάποιος με βάση πλαστά έγγραφα ή ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις, αν αυτό αποδεικνύεται με αμετάκλητες αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου, να είναι δυνατή η αποκατάστασή του.

10. Εισάγονται σημαντικές ελαφρύνσεις στις προβλεπόμενες από το ισχύον δίκαιο κυρώσεις.

11. Η χάρη απονέμεται μόνο με απόφαση της Δ.Ι.Σ. χωρίς να απαιτείται πλέον προεδρικό διάταγμα, πράγμα που είχε στο παρελθόν προκαλέσει αμφισβητήσεις ως προς το αν ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων διενεργεί, υποβάλ­λοντας την πρόταση για την έκδοση του διατάγματος, έλεγχο νομιμότητας.