O Μάριο Ντράγκι έχει τονίσει επανειλημμένως ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν αποτελούν στόχο για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φημίζεται για την προσήλωσή του στη βασική εντολή της ΕΚΤ, που είναι η διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών και η επαναφορά του πληθωρισμού κοντά στον στόχο 2%. Η έως τώρα εμπλοκή του στους συναλλαγματικούς «πολέμους» περιοριζόταν σε φραστικές παρεμβάσεις, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
O Μάριο Ντράγκι έχει τονίσει επανειλημμένως ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν αποτελούν στόχο για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φημίζεται για την προσήλωσή του στη βασική εντολή της ΕΚΤ, που είναι η διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών και η επαναφορά του πληθωρισμού κοντά στον στόχο 2%. Η έως τώρα εμπλοκή του στους συναλλαγματικούς «πολέμους» περιοριζόταν σε φραστικές παρεμβάσεις.
Πράγματι, ο «σούπερ Μάριο» κατάφερε θαύματα με την οικονομία της Ευρωζώνης. Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει σε επίπεδα προ της κρίσης και, το σημαντικότερο, αφορά σχεδόν το σύνολο των χωρών-μελών του Ευρώ, ακόμη και την Ελλάδα που συνήθως έχανε το «τρένο». Όσον αφορά όμως την ίδια την ισοτιμία του ευρώ, που έχει ενισχυθεί σε υψηλά τριετίας έναντι του δολαρίου, ο κ. Ντράγκι ίσως να μη διαθέτει τόσα πολλά «πυρομαχικά» ώστε να μπορεί να τη χειραγωγήσει σε επιθυμητά επίπεδα.
Και έχει κάθε λόγο να μην επιθυμεί ένα ισχυρό ευρώ, ειδικά αυτή την εποχή που η Ευρωζώνη έχει γυρίσει σελίδα και η δυναμική ανάπτυξη αποτελεί έναν από τους ελάχιστους ισχυρούς συνδετικούς κρίκους σε έναν κυκεώνα ζητημάτων που διχάζουν τις χώρες-μέλη. Η ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη και μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Το ισχυρό ευρώ δεν βοηθάει ούτε στις προσπάθειες για αποκατάσταση του πληθωρισμού, καθώς καθιστά τις εισαγωγές φθηνότερες και τις εξαγωγές ακριβότερες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν είναι πεδίο μάχης για τις κεντρικές τράπεζες και ειδικά για την ΕΚΤ. Την πρώτη βολή έριξε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, μιλώντας για πλεονεκτήματα του υποτιμημένου δολαρίου. Η απάντηση θα έπρεπε να έλθει από τους ηγέτες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος 'Αγκελα Μέρκελ ή ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Η Γερμανίδα καγκελάριος είχε, εξάλλου, επιρρίψει τις ευθύνες στο τότε αδύναμο ευρώ για το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Παράπονα για το «υπερβολικά ισχυρό ευρώ» είχε εκφράσει πριν από περίπου μία τετραετία και ο τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς.
Σε αυτόν το νομισματικό πόλεμο η ανακωχή ήλθε διά στόματος Τραμπ. Αλλά η προσήλωσή του στο δόγμα «πρώτα η Αμερική» δείχνει ότι θα επακολουθήσουν και άλλες μάχες και όχι μόνο σε επίπεδο νομισμάτων.