Συνηθίζεται να λέγεται ότι το πρώτο μάθημα για έναν εκπαιδευόμενο δημοσιογράφο είναι ότι είδηση δεν είναι όταν ένας σκύλος δαγκώσει άνθρωπο, αλλά το αντίθετο. Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είδηση δεν είναι π.χ. πόσο μειώθηκε η φτώχεια στον κόσμο, αλλά πόσοι πέθαναν από έλλειψη τροφίμων στην τάδε χώρα της Αφρικής.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αλέκου Κρητικού*
έχει διατελέσει στέλεχος της Ε.Ε. και γενικός γραμματέας στα υπουργεία Εσωτερικών και Ανάπτυξης.
Συνηθίζεται να λέγεται ότι το πρώτο μάθημα για έναν εκπαιδευόμενο δημοσιογράφο είναι ότι είδηση δεν είναι όταν ένας σκύλος δαγκώσει άνθρωπο, αλλά το αντίθετο. Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είδηση δεν είναι π.χ. πόσο μειώθηκε η φτώχεια στον κόσμο, αλλά πόσοι πέθαναν από έλλειψη τροφίμων στην τάδε χώρα της Αφρικής.
Και τούτο πιθανότατα συμβαίνει επειδή για τους αναγνώστες είναι πιο ελκυστικά τα δυσάρεστα και μάλλον αιφνίδια γεγονότα που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις ατόμων ή ομάδων πληθυσμού: πτώσεις αεροπλάνων, πράξεις τρομοκρατίας, φυσικές καταστροφές. Αντίθετα οι θετικές εξελίξεις, που μάλιστα εμφανίζουν συνήθως αργούς ρυθμούς πραγματοποίησης, σπανίως γίνονται πρωτοσέλιδα.
Αποτέλεσμα αυτού του μειωμένου ενδιαφέροντος για τις γενικότερες θετικές εξελίξεις είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το μέλλον των κοινωνιών μας. Όπως σημειώνει ο Max Roser στην ηλεκτρονική έκδοση Our World In Data (OWID) , σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, μόνο το 10% του πληθυσμού στη Σουηδία πιστεύει ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό κατεβαίνει στο 6% και στη Γερμανία στο 4%!
Πόσο, άραγε, οι προβλέψεις αυτές βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και πόσο σε εντυπώσεις από την παρατήρηση μεμονωμένων περιστατικών; O Max Roser παραθέτει συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΟΣΑ και της UNESCO, σύμφωνα με τα οποία η εξέλιξη του κόσμου μας και οι προοπτικές του διαψεύδουν τις παραπάνω απαισιόδοξες εντυπώσεις.
Για παράδειγμα, οι απαισιόδοξοι αγνοούν τη θεαματική εξέλιξη σύμφωνα με την οποία ενώ το 1950 τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσαν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας (οριζόμενου σε 1,90 δολ. την ημέρα), το 1981 το ποσοστό κατέβηκε στο 44% και σήμερα έχει πέσει κάτω από 10%. Και τούτο παρά την εν τω μεταξύ ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Αγνοούν επίσης ότι ενώ το 1930 μόνο ένας στους τρεις ενήλικες ήξερε ανάγνωση και γραφή, σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 85%.
Αντίστοιχες είναι οι θετικές εξελίξεις στον τομέα της υγείας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, 43% των παιδιών πέθαιναν πριν κλείσουν τα πέντε. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 4,3%.
Ενθαρρυντικές είναι και οι προοπτικές αντιμετώπισης του προβλήματος του υπερπληθυσμού. Ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός τετραπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, φαίνεται ότι κατά τον 21ο αιώνα ούτε καν θα διπλασιαστεί. Σύμφωνα δε με προβλέψεις του ΟΗΕ, προς το τέλος αυτού του αιώνα η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι μόλις 0,1%, ενώ σύμφωνα με την IIASA (International Institute for Applied Systems Analysis) η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού μετά το 2075 θα είναι μηδενική.
Οι παραπάνω θετικές διαπιστώσεις του OWID, χωρίς να είναι οι μόνες, δείχνουν ότι η ανθρωπότητα, κουτσά στραβά, δεν τα πήγε και άσχημα τα τελευταία διακόσια χρόνια. Παρά τις σφαγές και τις θηριωδίες των δύο παγκοσμίων αλλά και των τοπικών πολέμων, τις μεγάλες επιδημίες, τα εγκλήματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων και την τρομοκρατία, την ντροπή του Ολοκαυτώματος… η ανθρωπότητα όχι μόνο κατόρθωσε να σταθεί όρθια, αλλά και να εμφανίζει δείκτες θετικών εξελίξεων και προοπτικών. Εξελίξεων και προοπτικών που θα πρέπει όμως να αναδεικνύονται και αυτές. Για να υπάρχει και μια άλλη, μια αισιόδοξη ματιά στον κόσμο μας και στο μέλλον του.