Προοπτική καθαρής εξόδου από το μνημόνιο ουδέποτε υπήρξε και όσοι γνωρίζουν το πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία περί τούτου. Η «καθαρή έξοδος» είναι μια πολιτική ορολογία, η οποία μάλιστα αρχίζει να εγκαταλείπεται σιγά σιγά και από την κυβέρνηση, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί με συγκεκριμένα επιχειρήματα, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Προοπτική καθαρής εξόδου από το μνημόνιο ουδέποτε υπήρξε και όσοι γνωρίζουν το πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία περί τούτου. Η «καθαρή έξοδος» είναι μια πολιτική ορολογία, η οποία μάλιστα αρχίζει να εγκαταλείπεται σιγά σιγά και από την κυβέρνηση, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί με συγκεκριμένα επιχειρήματα.
Η «επόμενη μέρα» της Ελλάδας θα έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οι επόμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας θα έχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Και αυτές οι δεσμεύσεις θα είναι αποτυπωμένες σε ένα κείμενο το οποίο μπορεί να μη λέγεται μνημόνιο -τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί όσο και η ελληνική κυβέρνηση θέλουν να αφήσουν πίσω τους αυτό τον όρο-, όμως κάπως θα λέγεται. Τι θα λέει αυτό το κείμενο; Τις υποχρεώσεις που θα πρέπει να φέρει σε πέρας η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να λάβει ως αντάλλαγμα όχι νέα δάνεια (τουλάχιστον δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή τέτοια προοπτική, ούτε επιθυμία ειδικά στις τάξεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης), αλλά μέτρα για τη ρύθμιση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση. Τα μέτρα δεν θα δοθούν από τους Ευρωπαίους «εδώ και τώρα».
Θα πρόκειται για μια μακρά διαδικασία, κατά την οποία θα ισχύει κάτι ανάλογο με τα μνημόνια: «εκπληρώνεις τις δεσμεύσεις, παίρνεις ανταλλάγματα». Οι δεσμεύσεις δεν θα αφορούν αυτή τη φορά «προαπαιτούμενα», αλλά ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων, οι οποίες δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Ο κατάλογος υπάρχει ήδη: κτηματολόγιο, αποκρατικοποιήσεις, αναμόρφωση φορολογικού μηχανισμού, εξυγίανση δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών κ.λπ. Όσον αφορά τους κρατικούς προϋπολογισμούς, τα πράγματα είναι λίγο-πολύ συγκεκριμένα: από το 2019 μέχρι το 2022 θα πρέπει η Ελλάδα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και από το 2022 μέχρι το 2030 «τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ».
Ποιο από όλα αυτά τα στοιχεία παραπέμπει σε «καθαρή έξοδο»; Και δεσμευτικό κείμενο θα έχουμε, και δημοσιονομικοί στόχοι θα υπάρχουν, και ανταλλάγματα θα προβλέπονται για την Ελλάδα, έστω και αν αυτά δεν είναι νέα δάνεια, αλλά ρύθμιση παλαιών οφειλών. Το μόνο καθαρό που θα πρέπει να υπάρξει στην όλη ιστορία είναι οι… λογαριασμοί. Καθαροί λογαριασμοί και με τους δανειστές, αλλά και με τον ελληνικό λαό.