O γενικός δείκτης ισοτιμίας των δύο φύλων στην Ελλάδα υποχώρησε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ένδειξη ότι οι γυναίκες επλήγησαν περισσότερο από τους άνδρες, αν και έκτοτε ακολουθεί ανοδική πορεία, κυρίως λόγω της αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό σε μία προσπάθεια αντιστάθμισης της μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος.
O γενικός δείκτης ισοτιμίας των δύο φύλων στην Ελλάδα υποχώρησε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ένδειξη ότι οι γυναίκες επλήγησαν περισσότερο από τους άνδρες, αν και έκτοτε ακολουθεί ανοδική πορεία, κυρίως λόγω της αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό σε μία προσπάθεια αντιστάθμισης της μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος.
Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την ισοτιμία των δύο φύλων, με βάση την έκθεση The Global Gender Gap Report 2017, του World Economic Forum.
Η έκθεση αποτυπώνει τέσσερις πτυχές υστέρησης των γυναικών ως προς την ισοτιμία των δύο φύλων:
α) συμμετοχή στην οικονομική διαδικασία και τις ευκαιρίες
β) εκπαιδευτικά επιτεύγματα
γ) υγεία και επιβίωση
δ) πολιτική παρουσία/δύναμη.
Το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων διεθνώς διαμορφώνεται το 2017 στο 68%, έναντι 66% το 2006 (δηλαδή οι γυναίκες έχουν καλύψει το 68% και υπολείπονται κατά 32%).
Οι ελληνικές επιδόσεις
- Η Ελλάδα, με 69,2% το 2017 έναντι 65,4% το 2006, βρίσκεται πάνω από τον διεθνή μέσο όρο, αλλά, ταυτόχρονα, βρίσκεται, μαζί με την Ιταλία στις τελευταίες θέσεις στη Δυτική Ευρώπη, με την εξαίρεση της Κύπρου και της Μάλτας που βρίσκονται σε ακόμη χαμηλότερη θέση.
- Οι γυναίκες έχουν καλύψει το 69,2% (75,6% στη Δυτική Ευρώπη) της απόστασης μέχρι την πλήρη ισοτιμία (4η από το τέλος), με ποσοστά κάλυψης 67% (70,6% στη Δυτική Ευρώπη) στην οικονομία (7η από το τέλος), 99,1% (99,6% στη Δυτική Ευρώπη) στην εκπαίδευση (3η από το τέλος), 97,3% (97,2% στη Δυτική Ευρώπη) στην υγεία (11η από το τέλος) και 13,6% (34,9% στη Δυτική Ευρώπη) στην πολιτική (2η από το τέλος) .
Η συνολική βαθμολογία επηρεάζεται σημαντικά από τη χαμηλή βαθμολογία που αφορά στη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω από το επίπεδο 18 χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Χαμηλή είναι επίσης η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας (59,6% για τις γυναίκες και 76,5% για τους άνδρες με τα αντίστοιχα ποσοστά στη Δυτική Ευρώπη να διαμορφώνονται σε 70,2% και 80,2%), ενώ παρατηρείται επίσης συγκέντρωση των εργαζόμενων γυναικών σε κλάδους και δεξιότητες με σχετικά χαμηλότερες αμοιβές από ό,τι σε κλάδους και δεξιότητες όπου είναι μεγαλύτερη η συγκέντρωση των εργαζόμενων ανδρών.
«Η επιθυμητή ισοτιμία μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να επιδιωχθεί, με πολιτικές, πρώτον, που ελαφρύνουν τον βαρύ ρόλο που παίζουν οι γυναίκες στην ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των γονέων (επαρκείς κοινωνικές δομές, φορολογικά κίνητρα κ.ο.κ.), έτσι ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, και, δεύτερον, που εστιάζουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων στις θετικές επιστήμες στην εκπαίδευση των γυναικών και την προσέλκυσή τους σε κλάδους με μεγάλη συγκέντρωση ανδρών (κίνητρα σε επιχειρήσεις, προγράμματα δια βίου μάθησης, μη άσκηση διακριτικής μεταχείρισης στη βάση σεξιστικών αντιλήψεων κατά την πρόσληψη, κ.ο.κ.)», παρατηρεί ο ΣΕΒ.