«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω». Δύο χρόνια μετά, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 ο Γιώργος Σεφέρης σώπασε για πάντα. Οι πολυάριθμοι νέοι, τραγούδησαν γύρω από το φέρετρό του, την ώρα που το οδηγούσαν στο κοιμητήριο, ένα από τα μελοποιημένα ποιήματά του. Κι ο λόγος εισήλθε στο βασίλειο της δόξας.
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε, όπως αναφέρουν τα Ληξιαρχικά Βιβλία, το 1900, αλλά είναι σύγχρονος των συντρόφων του Οδυσσέα, του Ορέστη, της Ελένης, του Οιδίποδα, της Αντιγόνης.
«Παράξενη μοίρα να έχεις γεννηθεί Ελληνας και να εξακολουθείς να είσαι άνθρωπος που εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα. Το μεγαλείο του ποιητή συνίσταται στο ότι δοκιμάζει αν αξίζει τη μοίρα του. Η αγωνία του συνίσταται στο ότι αμφιβάλλει, πάντα, αν είναι άξιος αυτής της μοίρας. Συνίσταται στο ότι αναρωτιέται, αν ο τόπος και οι άνθρωποι είναι ίδιοι, αν κάτω από τη φθορά των αιώνων λησμόνησαν οι άνθρωποι κι έχασαν τη συνείδησή τους.
Και ο ελληνισμός είναι η πατρίδα –παντού όπου, μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο, έζησαν και πέθαναν Ελληνες. Ο ελληνισμός, όμως, δεν είναι μονάχα ένας κόσμος, μια χώρα. Είναι και ο παντοτινός άνθρωπος, η παντοτινή γη.
Πόσες φορές η Ελλάδα δεν φάνηκε στον ποιητή μηδαμινή, φτωχή, αδειανή, ανεξήγητη! Πόσες φορές, δεν έκανε τον ποιητή να υποφέρει με τις πάρα πολύ μεγάλες αναμνήσεις της, τα πάρα πολύ μεγάλα ονόματά της, τους πάρα πολύ μεγάλους ηρωϊσμούς της και τις άμετρα πιο μεγάλες διχόνοιές της!
"Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού τις προσκυνούμε.
Ηχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες".
Ο Σεφέρης ζει οδυνηρά την ελληνική του μοίρα, υπερήφανα, αλλά χωρίς ματαιοδοξία, ανθρώπινα, αλλά χωρίς αλαζονεία, δύσκολα, αλλά χωρίς απελπισία, σεμνά, αλλά χωρίς ρητορεία». (ΟΚΤΑΒ ΜΕΡΛΙΕ)
Τα κείμενα του Σεφέρη έχουν το κατακάθι της πίκρας από τις εθνικές περιπέτειες, αλλά κάτω από το σκοτάδι υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή, ογκολιθική αίσθηση των πραγμάτων.
«...Πρέπει να καταλάβεις ότι το θέμα δεν είναι αν έχουμε δίκιο κι αν υποστηρίζουμε καλά το δίκιο μας, αλλά τι δύναμη έχουμε να πιέσουμε και δυστυχώς οι Αγγλοτούρκοι πιέζουν περισσότερο από εμάς...», γράφει στη σύζυγό του Μαρώ για το Κυπριακό, με το οποίο ασχολήθηκε από τον Νοέμβριο του 1956 ως τον Φεβρουάριο του 1957 ως στενός συνεργάτης του τότε υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ.
* Η φωτογραφία είναι έργο του χαράκτη Τάσσου