Τον Οκτώβριο του 2008 η βρετανική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ένα κολοσσιαίο πακέτο ύψους 500 δισ. στερλινών (600 δισ. ευρώ) για τη διάσωση τραπεζών, μεταξύ των οποίων RBS, HSBC και Lloyds TSB, υπό τη μορφή βραχυπρόθεσμων δανείων, εγγυήσεων, απευθείας χρηματοδότησης και κρατικών επενδύσεων, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τον Οκτώβριο του 2008 η βρετανική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ένα κολοσσιαίο πακέτο ύψους 500 δισ. στερλινών (600 δισ. ευρώ) για τη διάσωση τραπεζών, μεταξύ των οποίων RBS, HSBC και Lloyds TSB, υπό τη μορφή βραχυπρόθεσμων δανείων, εγγυήσεων, απευθείας χρηματοδότησης και κρατικών επενδύσεων.
Η διάσωση πιστώθηκε στην τότε κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος έσπευσε να δώσει προτεραιότητα στην κυριαρχία των αγορών σε βάρος του δημόσιου τομέα, δημιουργώντας ένα μοντέλο που εν συνεχεία το μιμήθηκαν και άλλες κυβερνήσεις. Οι τράπεζες μπορεί να διασώθηκαν αλλά το βάρος έπεσε στον βρετανικό φορολογούμενο λαό, με την οικονομία της Βρετανίας να παραπαίει τα επόμενα έτη.
Δέκα χρόνια αργότερα, η δεύτερη μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία της Βρετανίας, η Carillion, οδηγείται στον «γκρεμό», σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρικές καταρρεύσεις που συμβαίνουν τα τελευταία έτη στη χώρα, ανακοινώνοντας αναγκαστική ρευστοποίηση, καθώς δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος των χρεών από καθυστερούμενα δημόσια έργα. Πρόκειται για ιδιωτική εταιρεία που λειτουργούσε ως πάροχος δημόσιων υπηρεσιών στη Βρετανία, έχοντας εργαστεί σε σημαντικά κατασκευαστικά έργα εντός και εκτός των βρετανικών συνόρων.
Πίσω από την κατάρρευσή της, υπάρχουν και άλλες αιτίες που πρέπει να αναζητηθούν στη ραγδαία ανάπτυξή της και στην υπερβολική μόχλευση, κάτι που είχε παρατηρηθεί και στις τράπεζες κατά το παρελθόν. Μία ημέρα νωρίτερα, επικρατούσε η πεποίθηση ότι η βρετανική κυβέρνηση θα έσπευδε να βοηθήσει την Carillion έστω και την τελευταία στιγμή, κάτι ωστόσο που δεν έκανε. Σε περίπτωση κρατικής παρέμβασης, η κυβέρνηση θα βοηθούσε έναν από τους βασικούς προμηθευτές της, τη στιγμή, δε, που η διαδικασία διαγωνισμών και προμηθειών δημοσίων έργων μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί. Και τα προβλήματα της Carillion ήταν γνωστά εδώ και αρκετούς μήνες, όμως η εταιρεία συνέχισε να παίρνει έργα.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα όμως της βρετανικής αγοράς εκτείνονται πολύ πιο πέρα από τη συγκεκριμένη εταιρεία. Πρόκειται για μία αγορά αποσπασματική και άκρως ανταγωνιστική, με τα περιθώρια κέρδους της να είναι ιδιαίτερα χαμηλά, περίπου στο ήμισυ των αντίστοιχων στη Γαλλία. Τη στιγμή λοιπόν που η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο για τη χώρα της στις διαπραγματεύσεις για το Brexit, θα ήταν άστοχο να προσθέσει ακόμη έναν «πονοκέφαλο», με την έκβαση των εξελίξεων να ανοίγει τον δρόμο και για πιθανό εξορθολογισμό της συγκεκριμένης αγοράς.