Πολύς λόγος έχει γίνει το τελευταίο διάστημα στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα για την ενεργοποίηση, για πρώτη φορά στα χρονικά, του περίφημου άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έπειτα από μια χρονοβόρα διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στράφηκε τελικώς κατά της Πολωνίας λόγω των «συστημικών απειλών κατά του κράτους δικαίου» που πηγάζουν από διάφορες πρωτοβουλίες της πολωνικής κυβέρνησης, γράφει ο κ. Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Πολύς λόγος έχει γίνει το τελευταίο διάστημα στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα για την ενεργοποίηση, για πρώτη φορά στα χρονικά, του περίφημου άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έπειτα από μια χρονοβόρα διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στράφηκε τελικώς κατά της Πολωνίας λόγω των «συστημικών απειλών κατά του κράτους δικαίου» που πηγάζουν από διάφορες πρωτοβουλίες της πολωνικής κυβέρνησης. Πράγματι, οι επιθέσεις κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας, της ελευθερίας του Τύπου και της δράσης των μη κυβερνητικών οργανώσεων έχουν, όχι απλώς συσσωρευθεί από το 2015, οπότε και το ακροδεξιό κόμμα PiS κατέλαβε την εξουσία, αλλά εκλάβει μια οργανωμένη και ανοιχτά προκλητική απέναντι στις ευρωπαϊκές αξίες μορφή. Η κυβέρνηση που καθοδηγείται απ’ τον ισχυρό άνδρα της Πολωνίας Γιάροσλαβ Κατσίνσκι παραγνώρισε όλες τις συστάσεις που είχαν διατυπωθεί από το Συμβούλιο της Ε.Ε. και έριξε ανοιχτά το γάντι στην Ε.Ε., περνώντας τους τελευταίους μήνες μια σειρά από νόμους, με τους οποίους θα ελέγχει πλήρως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της χώρας και μέσω αυτού τους διορισμούς των δικαστικών, θα επιβάλει περιορισμούς στην άσκηση πολιτικής κριτικής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και θα χρηματοδοτεί από ένα κεντρικό κρατικό όργανο όλες τις ΜΚΟ της χώρας που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ειδικότερα στους τομείς των δικαιωμάτων των γυναικών και των μεταναστών και προσφύγων. Επιπλέον, η Πολωνία ανοιχτά δεν συμμορφώνεται προς μια απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., η οποία απαγόρευσε την ξυλεία στο αρχαιότερο προστατευμένο δάσος της Ευρώπης. Συνεπώς, δεν είχε απομείνει πια άλλη οδός στην Ε.Ε. από το να «διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 [ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα, κράτος δικαίου, σεβασμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων]» (άρθ. 7 παρ. 1 Συνθήκης).
Είναι γενικώς παραδεδεγμένο ότι το κράτος δικαίου αποτελεί μία από τις βασικές αρχές που πηγάζουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. και μία από τις θεμελιώδεις αξίες επί των οποίων ερείδεται η Ένωση. Ως εκ τούτου, ο σεβασμός του κράτους δικαίου και των μηχανισμών που το διασφαλίζουν αποτελεί ένα προϋποτιθέμενο για την προστασία όλων των θεμελιωδών αξιών που περιλαμβάνονται στις Συνθήκες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς χωρίς κράτος δικαίου αυτές οι δύο έννοιες παραμένουν γράμμα κενό. Εν ολίγοις, η διασφάλιση του κράτους δικαίου, ακόμα και με κυρώσεις κατά ενός παραβατικού κράτους μέλους της Ε.Ε. αν χρειαστεί, αποτελεί τη δικλίδα ασφαλείας για τον διαχωρισμό μεταξύ της γνήσιας δημοκρατίας και μιας εκλογικά νομιμοποιούμενης αυταρχικής κρατικής εξουσίας.
Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και ασφαλώς, τώρα απομένει να αποδειχθούν και εμπράκτως από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, με την αφορμή της παραβατικής συμπεριφοράς της πολωνικής κυβέρνησης. Όμως η διασφάλιση του κράτους δικαίου δεν αποτελεί μόνο το ηθικό θεμέλιο της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Αποτελεί και μια βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και σωστή λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς. Παρ’ όλο που αυτή η σύνδεση μεταξύ κράτους δικαίου και ελεύθερης και ενιαίας αγοράς συνήθως δεν γίνεται, είναι γνήσια, για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, αν οι θεμελιώδεις αξίες επί των οποίων ερείδεται μια συμπολιτεία όπως η Ε.Ε. δεν γίνονται αποδεκτές από ένα μέλος αυτής με την επίκληση «εθνικών ιδιαιτεροτήτων» και αυτή η παραβίαση γίνει ανεκτή από τη συμπολιτεία, τότε όλο το παραγόμενο δίκαιο θα χάνει κατ’ ουσίαν τη νομιμοποίησή του, καθώς οποιαδήποτε από τα υπόλοιπα μέλη της συμπολιτείας θα αισθανθεί ότι δικαιούται να αυτοεξαιρεθεί από τους κοινούς κανόνες. Αυτό θα σημάνει νομοτελειακά τη διάλυση της συμπολιτείας, συμπαρασύροντας και την ενιαία αγορά μεταξύ των μελών της, με άμεση επάνοδο των εθνικών προστατευτισμών και των εμπορικών πολέμων μεταξύ των πρώην εταίρων. Δεύτερον, όταν τα μέλη μιας συμπολιτείας πάψουν μονομερώς να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της, με τις οποίες επιβάλλεται εν τοις πράγμασι η ανώτερη τυπική ισχύς του κοινού δικαίου επί των επιμέρους κρατικών δικαίων, τότε αυτό το δίκαιο παύει αυτομάτως να έχει ισχύ και να εφαρμόζεται αυτοτελώς. Μια ενιαία αγορά όμως χωρίς την ύπαρξη ενός κοινού δικαίου που να τη ρυθμίζει και να προστατεύει τους όρους του υγιούς ανταγωνισμού απλούστατα δεν νοείται. Τέλος, μια Ένωση που δεν είναι σε θέση να εναρμονίσει τα μέλη της στην τήρηση των κοινών τους αξιών και αρχών δεν είναι ικανή να διαπραγματευθεί διεθνείς συμφωνίες, με τις οποίες να αξιώνει από τους εμπορικούς της εταίρους την τήρηση των κανόνων τους καθώς και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών που πηγάζουν από αυτούς. Συνεπώς, η περίφημη «ήπια ισχύς» καταρρέει εκ των ένδον και προς τα έξω.