Περιπλέκονται και πάλι τα πράγματα στο εσωτερικό της χώρας σε ό,τι αφορά το «Μακεδονικό» και τούτο σε μια στιγμή κατά την οποία φαινόταν να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια ευρύτατη πολιτική συναίνεση για την επίλυση του ζητήματος που ταλανίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1991.
Από την έντυπη έκδοση
Περιπλέκονται και πάλι τα πράγματα στο εσωτερικό της χώρας σε ό,τι αφορά το «Μακεδονικό» και τούτο σε μια στιγμή κατά την οποία φαινόταν να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια ευρύτατη πολιτική συναίνεση για την επίλυση του ζητήματος που ταλανίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1991.
Σε Αθήνα και Σκόπια οι δύο κυβερνήσεις δίνουν την εντύπωση ότι επείγονται να προωθηθούν οι υπό τον Μάθιου Νίμιτς διαδικασίες, εξού και η συνάντηση χθες των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών εν κρυπτώ και παραβύστω στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια ώρα ωστόσο:
* Ο κυβερνητικός εταίρος Πάνος Καμμένος επανέρχεται στις απολύτως ανελαστικές θέσεις του και οι βουλευτές του κόμματός του προαναγγέλλουν τη συμμετοχή τους σε συλλαλητήρια.
* Η επίσημη Εκκλησία εγείρει ζήτημα, εκτός του ονόματος, και της σχισματικής εκκλησίας της γειτονικής χώρας.
* «Κύκλοι» του υπουργείου Εξωτερικών ταυτίζουν τη στάση της ΔΙΣ με την πολιτική της Χρυσής Αυγής.
* Ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης μέμφεται την κυβέρνηση για «μυστική διπλωματία» και διαμηνύει ότι το κόμμα του «δεν είναι δεδομένο».
Στο πλαίσιο αυτό ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας απέστειλε χθες επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, με την οποία επιδιώκει να επανατοποθετήσει το ζήτημα -και τις κυβερνητικές προσπάθειες- στις σωστές του διαστάσεις.
Ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει τον Αρχιεπίσκοπο ότι η κυβέρνησή του «είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει (το θέμα αυτό) με αίσθημα εθνικής ευθύνης, αμετακίνητης προάσπισης των εθνικών συμφερόντων και επιδίωξης σχέσεων ειρήνης, συνεργασίας και φιλίας με όλους τους λαούς της περιοχής».
Παρατηρεί ότι η πολιτική αυτή «συνάδει απολύτως με τα διδάγματα της ορθόδοξης πίστης, που στον πυρήνα τους έχουν την ειρήνη στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και λαών», τονίζει πως αντιμετωπίζει τις σκέψεις του Αρχιεπισκόπου «με τη δέουσα προσοχή», ενώ η κυβέρνηση «θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν την εκκλησιαστική πτυχή του θέματος» και συμπληρώνει: «Θα διαχειριστούμε την ευθύνη που το Σύνταγμα και η επιλογή του ελληνικού λαού μας έχουν αναθέσει, με πνεύμα διαλόγου και εθνικής ενότητας. Πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς στην άποψη αρχής ότι στα εθνικά θέματα απαιτείται η πιο πλατιά εθνική ομοψυχία. Και η εθνική ομοψυχία θεμελιώνεται στη σύνεση, στον διάλογο, στον σεβασμό των διαφορετικών απόψεων, αλλά και των διακριτών ρόλων. Και υπονομεύεται από κραυγές, εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ακρότητες που εν ονόματι του έθνους οδήγησαν στο παρελθόν σε εθνικές ήττες. Η ιστορική πείρα αποδεικνύει ότι η εθνική αποφασιστικότητα είναι αποτελεσματική μόνον όταν συνδυάζεται με την εθνική σύνεση και τη διαρκή επιδίωξη της εθνικής ενότητας».