Ύστερα από μία επταετία πολλαπλών κρίσεων, καίριων εκλογικών αναμετρήσεων (με πολλές και συχνά αντικρουόμενες ερμηνείες για τα μηνύματα που έστειλαν οι πολίτες από τις κάλπες στις ηγεσίες τους), σεναρίων τρόμου και διάλυσης, πολλοί ήλπιζαν ότι το 2018 θα ήταν έτος επιστροφής στην «κανονικότητα» για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα στο 2017, ο περιορισμός των προσφυγικών ροών, η οικονομική ανάκαμψη ή πολιτικές εξελίξεις όπως η νίκη Μακρόν και οι ήττες Βίλντερς και Χόφερ έφεραν πρώιμη αισιοδοξία και εφησυχασμό. Η νέα χρονιά όμως έχει τη δική της ατζέντα. Μία ατζέντα γεμάτη σκληρές μάχες για την Κοινότητα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ύστερα από μία επταετία πολλαπλών κρίσεων, καίριων εκλογικών αναμετρήσεων (με πολλές και συχνά αντικρουόμενες ερμηνείες για τα μηνύματα που έστειλαν οι πολίτες από τις κάλπες στις ηγεσίες τους), σεναρίων τρόμου και διάλυσης, πολλοί ήλπιζαν ότι το 2018 θα ήταν έτος επιστροφής στην «κανονικότητα» για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα στο 2017, ο περιορισμός των προσφυγικών ροών, η οικονομική ανάκαμψη ή πολιτικές εξελίξεις όπως η νίκη Μακρόν και οι ήττες Βίλντερς και Χόφερ έφεραν πρώιμη αισιοδοξία και εφησυχασμό. Η νέα χρονιά όμως έχει τη δική της ατζέντα. Μία ατζέντα γεμάτη σκληρές μάχες για την Κοινότητα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
1 Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
Για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς το 2018 είναι επισήμως έτος μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης. Το όραμα του Εμανουέλ Μακρόν για βαθύτερη οικονομική και πολιτική ενοποίηση, το οποίο συμβαδίζει εν πολλοίς με τις σχετικές εισηγήσεις της Κομισιόν, αν και είναι ελαφρώς πιο τολμηρό, προβλέπει σύσταση κοινού υπουργείου Οικονομικών, ενιαίο προϋπολογισμό, μηχανισμούς δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, έκδοσης κοινού χρέους και κοινής ασφάλισης καταθέσεων, όπως και δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Θα είναι λοιπόν το 2018 η χρονιά κατά την οποία θα τεθούν οι βάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση να δικαιολογήσει επιτέλους το πρώτο μισό του ονόματός της; Θα είναι η χρονιά που θα γίνουν πραγματικότητα οι δεσμεύσεις για στροφή πολιτικής; Το κλειδί κρατάει το Βερολίνο. Και η στάση του θα εξαρτηθεί από τις εγχώριες εξελίξεις. Ένας νέος συναπισμός Χριστιανοδημοκρατών- Σοσιαλδημοκρατών, αν και «μια από τα ίδια», θα έδινε περισσότερες πιθανότητες για βήματα προς βαθύτερη ενοποίηση στην Ευρωζώνη. Το τοπίο θα ήταν πιο θολό σε περίπτωση κυβέρνησης μειοψηφίας ή νέων εκλογών. Δεν είναι, όμως, μόνο οι γερμανικές πολιτικές εξελίξεις αποφασιστικές για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Εξαιρετικά κρίσιμες είναι οι εκλογές του Μαρτίου στην Ιταλία και οι εξελίξεις στην Ισπανία.
2 ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το 2017 μας αποχαιρέτησε με την πρόταση της Κομισιόν να ενεργοποιηθεί το άρθρο 7 κατά της Πολωνίας. Αιτιολογία: σαφής κίνδυνος κατάλυσης του Κράτους Δικαίου, εν μέσω επίμονων προσπαθειών των πολωνικών αρχών να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ έχει προσκαλέσει τον Πολωνό πρωθυπουργό σε συνάντηση στις Βρυξέλλες στις 9 Ιανουαρίου και τα αποτελέσματά της θα είναι καθοριστικά για τις εξελίξεις. Αν η εισήγηση της Κομισιόν γίνει δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (κάτι εξαιρετικά δύσκολο δεδομένης της πρόθεσης της Ουγγαρίας να ασκήσει βέτο), η Πολωνία θα χάσει το δικαίωμα ψήφου στα Συμβούλια της Ε.Ε. Μία άλλη εξέλιξη θα ήταν να παγώσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια προς τη χώρα ή να συνδεθούν με τον σεβασμό των ευρωπαϊκών αρχών.
Η Βαρσοβία απορρίπτει τις αιτιάσεις και κάνει λόγο για «πολιτική» και όχι νομική απόφαση. Αν και ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί παρατηρητές που αμφισβητούν την επίθεση των Πολωνών σε ανεξάρτητους θεσμούς και στο Κράτος Δικαίου, πολλοί είναι εκείνοι που ομολογούν ότι η απόφαση των Βρυξελλών δεν έχει μόνο ή τόσο να κάνει με αυτήν, αλλά περισσότερο με τη φανερή απόκλιση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας από αυτό που ονομάζουμε «ευρωπαϊκή ταυτότητα».
Ο ισχυρός άνδρας της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι και ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, στηρίζουν τη στάση τους στο προσφυγικό ή άλλα μεγάλα ζητήματα όχι επικαλούμενοι υπέρμετρα οικονομικά βάρη (όπως για παράδειγμα κάνουν σε μεγάλο βαθμό η Σλοβακία και η Ρουμανία), αλλά προτάσσοντας το θέμα της ταυτότητας και εθνικής κυριαρχίας. Αρνούνται να υποδεχθούν «έστω και έναν μουσουλμάνο» γιατί αυτό αποτελεί «απειλή για τον εθνικό χαρακτήρα». Και διεκδικούν, όπως επισημαίνουν, το δικαίωμα εκείνοι -ως εκλεγμένοι ηγέτες με λαϊκή αποδοχή και νομιμοποιημένη εξουσία- να χαράξουν τη δική τους στρατηγική και να αλλάξουν την κατεύθυνση της χώρας τους. Το αν αυτό σημαίνει απόκλιση από την ευρωπαϊκή κατεύθυνση και ταυτότητα, «που διαμορφώνουν μη εκλεγμένες ελίτ τεχνοκρατών», τους είναι αδιάφορο. Κατά κάποιον τρόπο «επιστρέφουν» τις καταγγελίες περί δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον τρόπο λειτουργίας της.
Η μάχη απέναντι στα επιχειρήματα των κυβερνώντων των κρατών αυτών είναι η πλέον κρίσιμη για την Κοινότητα. Γιατί φέρει τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε σφοδρό ενδοκοινοτικό πόλεμο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σε μία σύγκρουση χωρίς επιστροφή.
Πολλά θα εξαρτηθούν και από την παράλληλη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην Αυστρία. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα κληθούν να εξηγήσουν γιατί είναι απειλή οι πολιτικές των Όρμπαν - Κατσίνκσι, αλλά όχι η συμμετοχή ενός ακροδεξιού κόμματος, που αμφισβητεί δικαιώματα μειονοτήτων, στην εξουσία μίας άλλης χώρας. Το επιχείρημα ότι οι πρώτοι είναι αντιευρωπαϊστές ενώ η αυστριακή κυβέρνηση έχει «φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό» μάλλον δίνει τροφή στον ευρωσκεπτικισμό παρά τον μετριάζει.
3 Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΤΙΘΑΣΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Από τη νέα χρονιά δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι εξωτερικές προκλήσεις. Η πρώτη αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία. Λίγο πριν φύγει το 2017 ο Ταγίπ Ερντογάν έτεινε κλάδο ελαίας προς τους Ευρωπαίους, υπογραμμίζοντας την κοινή στάση απέναντι στην απόφαση των Αμερικανών να αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και σχολιάζοντας πως «οφείλουμε να μειώσουμε τον αριθμό των εχθρών και να αυξήσουμε τον αριθμό των φίλων». Είναι όμως σαφές ότι αυτό που κάποτε ονομάζαμε «ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας» δεν υφίσταται. Ούτε οι Ευρωπαίοι θέλουν να δουν τη γειτονική χώρα (και ειδικά την Τουρκία του Ερντογάν) μέλος της Ένωσης, ούτε η Άγκυρα το επιδιώκει πια. Πρωταρχικός στόχος του Τούρκου προέδρου είναι στο εσωτερικό η συγκέντρωση ολοένα και περισσότερων εξουσιών και στο εξωτερικό η ανάδειξη της χώρας του σε ηγετική δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Και οι δύο πλευρές όμως έχουν οικονομικούς -και όχι μόνο- λόγους να αποφύγουν την πλήρη ρήξη. Για τους Ευρωπαίους η Τουρκία είναι χώρα κλειδί στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, αλλά και της τρομοκρατίας.
Η δεύτερη πρόκληση -επίμονη και αυτή- αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία, που άλλοτε βαίνουν προς αναθέρμανση και άλλοτε παγώνουν απότομα. Η Ε.Ε. εγκαλεί το Κρεμλίνο ακόμη και για απόπειρα εμπλοκής στις εκλογικές αναμετρήσεις και τα δημοψηφίσματα της ηπείρου. Αναγνωρίζει όμως ότι η λύση σε μεγάλα μέτωπα, όπως αυτό της Συρίας, δεν μπορεί να έρθει χωρίς κάποιου είδους συνεννόηση και συνεργασία με τη Μόσχα. Και ακόμη περισσότερο αναγνωρίζει την πραγματικότητα που τη θέλει να εξακολουθεί να είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τους Ρώσους. Όσο το φυσικό αέριο της Gazprom συνεχίζει να καλύπτει το 1/3 των αναγκών της Ε.Ε., κανείς δεν θέλει να δει το διμερές θερμόμετρο να δείξει υπό το μηδέν.
4 Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Η στροφή των ΗΠΑ στον προστατευτισμό και η αμφισβήτηση των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών αφήνει χώρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο. Θα πρέπει όμως να παλέψει σκληρά για να το πετύχει. Στο εσωτερικό οφείλει να απαντήσει στους «ξεχασμένους» της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας, που, όπως συνέβη και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, αισθάνονται -όχι άδικα- ότι όχι μόνο δεν καρπώθηκαν τα οφέλη της απελευθέρωσης του εμπορίου, αλλά απειλήθηκαν από αυτό. Καλείται να τους πείσει -με πράξεις- ότι η απάντηση δεν είναι τα τείχη, αλλά οι ανοιχτές αγορές με κανόνες και δίχτυ ασφαλείας.
Στο εξωτερικό, η μεγάλη μάχη είναι απέναντι στην Κίνα, στην οποία η Ε.Ε. αρνείται προς το παρόν να αναγνωρίσει καθεστώς «οικονομίας της αγοράς». Ο Σι Τζινπίγνκ δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του να αναδειχθεί πρωταθλητής του παγκόσμιου εμπορίου και προστάτης της παγκοσμιοποίησης. Ούτε την πρόθεση της νέας οικονομικής υπερδύναμης να «αγοράσει τον κόσμο», όπως σχολίαζαν αμερικανικά Μέσα όταν πρωτοξεκίνησε η επέλαση των κινεζικών κολοσσών στη Δύση.
Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν από τη μία την ενίσχυση των εμπορικών και ευρύτερα οικονομικών δεσμών με την Κίνα, για αυτό και σε μία ένδειξη καλής θέλησης αναθεωρούν το σύστημα επιβολής δασμών αντι-ντάμπινγκ. Φοβούνται όμως τη δυναμική της, όπως μαρτυρά το σχέδιο που θα δίνει τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές να μπλοκάρουν εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από ξένες σε κρίσιμους για την οικονομία και ασφάλεια τομείς. Οι ισορροπίες είναι λεπτές και το 2018 θα δείξει εάν μπορούν να τηρηθούν.