Η Ιταλία αντιδρά αρνητικά στις προθέσεις της νέας αυστριακής κυβέρνησης, στο πρόγραμμα της οποίας συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα να δοθεί η αυστριακή υπηκοότητα στη γερμανόφωνη μειονότητα που ζει στην περιοχή Άνω Αδίγη. Κοντά δηλαδή στα σύνορα της Ιταλίας με την Αυστρία, την περιοχή που ονομάζεται και Νότιο Τιρόλο.
Η Ιταλία αντιδρά αρνητικά στις προθέσεις της νέας αυστριακής κυβέρνησης, στο πρόγραμμα της οποίας συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα να δοθεί η αυστριακή υπηκοότητα στη γερμανόφωνη μειονότητα που ζει στην περιοχή Άνω Αδίγη. Κοντά δηλαδή στα σύνορα της Ιταλίας με την Αυστρία, την περιοχή που ονομάζεται και Νότιο Τιρόλο.
Στην δυνατότητα αυτή, αναφέρθηκε με σαφώς επικριτικό τόνο ο Ιταλός υφυπουργός Εξωτερικών Μπενεντέττο Ντέλλα Βέντοβα. Σε δήλωσή του υπογράμμισε ότι με τον τρόπο αυτό στηρίζεται ο εθνικισμός και ότι «μπορεί να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για όλα τα Βαλκάνια».
Παράλληλα και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταϊάνι δηλώνει, ότι θα ήταν μια κίνηση που σίγουρα δεν βοηθά τον εποικοδομητικό διάλογο. Και υπενθυμίζει ότι στην Ευρώπη έχει τελειώσει η περίοδος των εθνικισμών.
Οι σχολιαστές τονίζουν ότι είναι σαφές πως όλα τα κόμματα της Ιταλίας θα εκφρασθούν αρνητικά. Την ίδια ώρα όμως μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν την γερμανόφωνη μειονότητα στο Νότιο Τιρόλο, βλέπει θετικά το ενδεχόμενο της διπλής υπηκοότητας. Δεν πρόκειται φυσικά για μέτρο που η Βιέννη αναμένεται να συζητήσει και να εγκρίνει τους αμέσως επόμενους μήνες, αλλά είναι μια υπόθεση, η οποία (έστω και σε επίπεδο προθέσεων και υποθέσεων) μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά και για την ευρύτερη περιοχή.
Το κύριο θέμα, σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, είναι ότι δεν πρέπει να ξανανοίξουν πληγές, οι οποίες έκλεισαν δύσκολα, με τη χορήγηση ουσιαστικής πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας στην περιοχή. Θα εξαρτηθεί βέβαια από τις εξελίξεις. Και το όλο αυτό κεφάλαιο μπορεί να προστεθεί στα πιθανά προβλήματα των διμερών σχέσεων, αρχίζοντας από το θέμα των μεταναστών διότι η κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι συνεχίζει να υποστηρίζει ότι τα βάρη του προσφυγικού και του μεταναστευτικού πρέπει να τα μοιραστούν δίκαια και ισομερώς όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.