Σε μια περίοδο που οι οικονομικοί δείκτες εμφανίζουν σημάδια βελτίωσης, έχοντας προηγουμένως σημειώσει αρνητικά ρεκόρ -με παρενέργειες όπως η επισιτιστική κρίση, που έπληξε σχεδόν 1,5 εκατ. πολίτες-, μια σημαντική ευκαιρία προβάλλει για τη χώρα μας, η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με γνώμονα την Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ.
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Σε μια περίοδο που οι οικονομικοί δείκτες εμφανίζουν σημάδια βελτίωσης, έχοντας προηγουμένως σημειώσει αρνητικά ρεκόρ -με παρενέργειες όπως η επισιτιστική κρίση, που έπληξε σχεδόν 1,5 εκατ. πολίτες-, μια σημαντική ευκαιρία προβάλλει για τη χώρα μας, η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με γνώμονα την Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει μπει στην τελική ευθεία προετοιμασίας για την παρουσίαση του σχεδίου της στο Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη τον προσεχή Ιούλιο.
Ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας με δίκαιες αμοιβές, ανοικοδόμηση θεσμών και μείωση ανισοτήτων είναι ψηλά στην εθνική ατζέντα προτεραιοτήτων, καταδεικνύοντας ένα φιλόδοξο όραμα.
Την ίδια στιγμή ο επιχειρηματικός κόσμος σχεδιάζει πορεία προσέγγισης των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, με τις πολυεθνικές και τις μεγαλύτερες σε μέγεθος ελληνικές εταιρείες να εμφανίζονται πιο εξοικειωμένες με τις προκλήσεις. Αναμενόμενο, άλλωστε, εάν ληφθεί υπόψη το κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο, που θεσπίζουν -μεταξύ άλλων- υποχρεώσεις αναφορικά με τη δημοσίευση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
Η λογοδοσία γύρω από μη χρηματοοικονομικά στοιχεία -κοινωνικές ή περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την επιχειρηματική δράση- γίνεται παγκόσμια τάση, η οποία θα ενισχύεται τα επόμενα χρόνια και θα είναι αυτή που θα καθορίζει τον ανταγωνισμό. Εξάλλου οι καταναλωτές ήδη πριμοδοτούν εταιρείες με προφίλ καλού εργοδότη, επιλέγοντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, ενώ το ίδιο συμβαίνει για εταιρείες που επιδιώκουν βελτιστοποίηση του ενεργειακού τους αποτυπώματος, προωθούν την ανακύκλωση, την κυκλική οικονομία, στηρίζουν ευπαθείς ομάδες κ.ο.κ.
Ως αποτέλεσμα, στο μέλλον θα αυξηθούν οι εταιρείες που δημοσιεύουν Απολογισμούς Βιώσιμης Ανάπτυξης. Ενδεικτικά είναι ευρήματα μελέτης της KPMG που δείχνουν ότι η Ελλάδα εμφάνισε αύξηση στον αριθμό των εταιρειών που δημοσιεύουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία από 46% το 2015 σε 54% το 2017. Παρ’ όλ’ αυτά παραμένει κάτω από τον αντίστοιχο παγκόσμιο μέσο όρο (72%), γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει τις ελληνικές επιχειρήσεις και να αποτελέσει το έναυσμα για την περαιτέρω επέκταση της λογοδοσίας.
Καθώς οι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να αντιστοιχίσουν τους βασικούς άξονες των στρατηγικών τους με 17 στόχους (που έχουν 160 υποστόχους), θα πρέπει να περιμένουμε μια αναπτυσσόμενη ανάγκη για νέα πρότυπα και αναβάθμιση υφιστάμενων εργαλείων ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και εν τέλει οι επενδυτές να είναι σε θέση να μελετήσουν εύκολα τα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία, τα οποία αποκτούν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στις αποφάσεις τους.
Έρευνα της ΕΥ στην οποία ρωτήθηκαν θεσμικοί επενδυτές για το πόσο σοβαρά λαμβάνουν υπόψη στις επενδυτικές αποφάσεις τους τις μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες, σχεδόν επτά στους δέκα (68%) απάντησαν συχνά ή περιστασιακά. Ένα χρόνο πριν το ποσοστό ήταν 52%.
Έτσι αρμόδιοι επιχειρηματικοί φορείς, μεταξύ των οποίων το CSR Hellas, εντείνουν την προσπάθεια προκειμένου να εκπαιδεύσουν τα μέλη τους για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή του νέου πλαισίου...