Πολιτική
Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου 2017 16:07

Κυβέρνηση και Δικαιοσύνη στα «χαρακώματα»

Συνειδητή πολιτική επιλογή φαίνεται να αποτελεί για την κυβέρνηση η αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης με τη Δικαιοσύνη. Η επίθεση που εξαπέλυσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής εναντίον των δικαστικών λειτουργών δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Έχει παρελθόν, θα έχει και μέλλον.

Ανάλυση

Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]

Συνειδητή πολιτική επιλογή φαίνεται να αποτελεί για την κυβέρνηση η αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης με τη Δικαιοσύνη. Η επίθεση που εξαπέλυσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής εναντίον των δικαστικών λειτουργών δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Έχει παρελθόν, θα έχει και μέλλον.

Το προκείμενο ερώτημα είναι πού αποσκοπεί αυτή η νέα κλιμάκωση από την πλευρά της κυβέρνησης, ενώ το Σάββατο είναι προγραμματισμένη η γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Στο πλαίσιο της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης δεν λείπουν εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για κίνητρα τα όποια σχετίζονται με τη διαμόρφωση των συσχετισμών στον δικαστικό κλάδο.

Οι επιθέσεις κατά τμήματος της Δικαιοσύνης είναι διαρκείς και δεν εκπορεύονται μόνο από τον κ. Κοντονή. Το ίδιο έχει πράξει και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος εναντίον πρώην συναδέλφων του, όπως και ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς αλλά και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, με διάφορες αφορμές.

Από την απόφαση για τον λεγόμενο «νόμο Παππά» και την παλαιότερη υπόθεση Αθανασίου και την κατάργηση του ορίου ηλικίας για τους ανώτατους δικαστικούς, μέχρι την πλέον πρόσφατη αναφορά του Πρωθυπουργού σε «δίκαιη δίκη» των Τούρκων αξιωματικών υπό την πίεση Ερντογάν, που οδήγησε στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων οι οποίοι επισήμαναν ότι «η ελληνική Δικαιοσύνη έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει ζητήματα έκδοσης πολιτών τρίτων χωρών και δεν εξαρτά την κρίση της από φιλοφρονήσεις ή αποδοκιμασίες Ελλήνων ή ξένων πολιτικών».

Η ουσία της κυβερνητικής επίθεσης ενάντια στους δικαστές, με αφορμή το «πόθεν έσχες», φαίνεται να εντάσσεται σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει τους δικαστές ως μια ελίτ που αρνείται να καταθέσει «πόθεν έσχες» και έτσι να στρέψει την κοινή γνώμη εναντίον της. Η φράση - κλειδί του κ. Κοντονή είναι ότι «στις διατάξεις του πόθεν έσχες δεν πρέπει να εμφιλοχωρούν εξαιρέσεις, δεν γίνεται να προχωρήσει αυτή η κοινωνία με εξαιρέσεις, διότι τότε καταστρατηγείται κάθε κανόνας ισονομίας».

Ακόμα, σύμφωνα με απολύτως έγκυρες πληροφορίες, το εγχείρημα για παράλληλο - με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων - συνδικαλιστικό όργανο, που φέρεται να είχε αναλάβει η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου και σημερινή σύμβουλος του πρωθυπουργού Βασιλική Θάνου, μετά από εθελοντικές παραιτήσεις δικαστών και εισαγγελέων που αρχικά μετείχαν, εγκαταλείπεται. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο της κόντρας ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ηγεσία του δικαστικού σώματος. 

Σημειωτέον, ένας διαρκής λόγος αντιπαράθεσης είναι η καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης, θέμα που αποτελεί και μόνιμο ζήτημα πίεσης από τους θεσμούς προς την κυβέρνηση, η οποία δείχνει ως υπαίτια την ίδια τη Δικαιοσύνη.

Επί της ουσίας του θέματος του «πόθεν έσχες», οι δικαστές καταθέτουν δήλωση «πόθεν έσχες» εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια, όπως όλοι οι υπόχρεοι. Επιπλέον, η «εξαίρεση» για την οποία μίλησε ο κ. Κοντονής, από τον έλεγχο «πόθεν έσχες» δεν αφορά τον έλεγχο πόθεν έσχες» αλλά τη σύσταση της επιτροπής η οποία θα πραγματοποιεί τον έλεγχο.

Νέα ανακοίνωση Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Σύμφωνα με την νέα ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Κανένας υπόχρεος (και όχι μόνο οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί) δεν υποχρεούται να δηλώνει μετρητά και κινητά πράγματα μεγάλης αξίας, ότι «ο έλεγχος των δηλώσεων “πόθεν έσχες” δεν μπορεί να ανατρέχει σε χρόνο πέραν της πενταετίας από την υποβολή της εκάστοτε δηλώσεως για κανένα υπόχρεο (και όχι μόνο για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς) και ότι «οι δηλώσεις “πόθεν έσχες” των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών πρέπει να ελέγχονται από όργανο που αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και όχι από υπαλλήλους που υπάγονται στον εκάστοτε Υπουργό, ώστε να διασφαλίζεται η δικαστική ανεξαρτησία».