Η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, η πρώτη προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά από 65 χρόνια, λίγο έλειψε να δικαιώσει τον χαρακτηρισμό της ως «ιστορικής», αλλά για εντελώς λάθος λόγους. Είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα και εκτιμήσεις, άλλωστε όσα ανακοινώθηκαν ως συμφωνία των δύο πλευρών, μετά τις πολύωρες συνομιλίες στο Μαξίμου, επαναλαμβάνουν γνωστές από το παρελθόν διαδικασίες, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Απο την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, η πρώτη προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά από 65 χρόνια, λίγο έλειψε να δικαιώσει τον χαρακτηρισμό της ως «ιστορικής», αλλά για εντελώς λάθος λόγους. Είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα και εκτιμήσεις, άλλωστε όσα ανακοινώθηκαν ως συμφωνία των δύο πλευρών, μετά τις πολύωρες συνομιλίες στο Μαξίμου, επαναλαμβάνουν γνωστές από το παρελθόν διαδικασίες. Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είχαν συμφωνηθεί, και μάλιστα με δεσμευτικό χαρακτήρα και εδραία στήριξη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και της Χάρτας του ΟΗΕ, με το Πρακτικό Παπούλια-Γιλμάζ, τον Μάιο του 1988, ενώ οι διερευνητικές συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα έχουν δεκαετίες διαλόγου πίσω τους και θα ήταν ασφαλώς πρόοδος εάν στο ζήτημα αυτό μπορούσαν να επανέλθουν οι προβλέψεις του Ελσίνκι του 1999. Δεν είναι κακό να ασχολούνται διπλωμάτες και στρατιωτικοί με αυτά τα ζητήματα, αν πρόκειται να μειωθεί η ένταση κι έκταση της τουρκικής παραβατικότητας στο Αιγαίο κι αλλού. Η επίσκεψη Ερντογάν προσφέρεται πάντως, για ορισμένες επισημάνσεις:
* Η σκληρή προετοιμασία είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να αποβεί μια επίσκεψη στο ανώτατο επίπεδο επωφελής.
* Επαφές υψηλού επιπέδου, όταν δεν είναι απλώς εθιμοτυπικού χαρακτήρα, καλόν είναι να προστατεύονται από ένα πέπλο διπλωματικής διακριτικότητας και να μη διεξάγονται υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων.
* Ό,τι ικανοποιεί το θυμικό δεν είναι απαραίτητα και μακροπρόθεσμα επωφελές. Ιδιαίτερα στις διεθνείς σχέσεις. Το παράδειγμα της παρατεταμένης εκκρεμότητας με την πΓΔΜ προσφέρεται για φρονηματισμό.
* Το υπόδειγμα των γαλλο-γερμανικών σχέσεων δεν έχει γενική εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις. Και, πάντως, έχει περιορισμένες δυνατότητες επανάληψής του, όταν η απέναντι πλευρά στο τραπέζι έχει ξεκάθαρη αναθεωρητική ατζέντα στην οποία και επιμένει.
* Το ενδιαφέρον Ερντογάν για τη μουσουλμανική μειονότητα, με την επίκληση και της Συνθήκης της Λωζάννης, υπακούει σε έναν σχεδιασμό μακράς πνοής για τη Θράκη, στον οποίο, όχι κατά ανεξήγητο τρόπο, συμπίπτουν οι κεμαλικές με τις νεο-οθωμανικές επιδιώξεις.
* Η επιμονή Ερντογάν να ομιλεί περί «αρχιμουφτή» επαναφέρει στον 21ο αιώνα έναν θεσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Ο τελευταίος Σεϊχουλισλάμης Μουσταφά Σαμπρί εκδιώχθηκε από την Ελλάδα κατ’ απαίτηση του Κεμάλ το 1930 και στο Ελληνο-Τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, της ίδιας χρονιάς, η Άγκυρα αδιαφόρησε πλήρως και δεν έθεσε καν θέμα μουφτή.
* Διαφαίνεται η πρόθεση Ερντογάν να εμφανιστεί ως ο πατέρας-ηγέτης των μουσουλμάνων σε όλο τον περίγυρο της Τουρκίας.
Τέλος, η επιμονή Ερντογάν στη Θράκη ενισχύει τις εκτιμήσεις ότι η Τουρκία επιδιώκει σε πρώτη φάση επέκταση επιρροής και σε δεύτερη, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, επέκταση κυριαρχίας.