Οι ομιλούντες περί της αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας σίγουρα έχουν πολύ στενούς ορίζοντες και πιθανότατα αγνοούν καθοριστικές διεθνείς εξελίξεις. Ακόμα περισσότερο, δείχνουν να είναι στενά προσηλωμένοι σε ένα όλο και πιο απόμακρο παρελθόν, ειδικά σε ό,τι αφορά τους συντελεστές παραγωγής πλούτου. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, στον χώρο του επιχειρείν συμβαίνουν κοσμογονικές αλλαγές που αξίζει τον κόπο να καταγράψουμε. Από αυτές τις αλλαγές, εξάλλου, και την προσαρμογή στις απαιτήσεις τους πολλά θα εξαρτηθούν και για την οικονομία μας, γράφει ο Αθαν.Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι ομιλούντες περί της αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας σίγουρα έχουν πολύ στενούς ορίζοντες και πιθανότατα αγνοούν καθοριστικές διεθνείς εξελίξεις. Ακόμα περισσότερο, δείχνουν να είναι στενά προσηλωμένοι σε ένα όλο και πιο απόμακρο παρελθόν, ειδικά σε ό,τι αφορά τους συντελεστές παραγωγής πλούτου. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, στον χώρο του επιχειρείν συμβαίνουν κοσμογονικές αλλαγές που αξίζει τον κόπο να καταγράψουμε. Από αυτές τις αλλαγές, εξάλλου, και την προσαρμογή στις απαιτήσεις τους πολλά θα εξαρτηθούν και για την οικονομία μας.
Κατά πρώτον, παρά τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα παίζει όλο και ζωτικότερο ρόλο στις διεθνείς συναλλαγές και ως εκ τούτου θα διατηρεί σοβαρό ειδικό βάρος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις οικονομικές δραστηριότητες των κρατών. Όμως, από την άλλη πλευρά, επειδή οι αναπτυσσόμενες χώρες μεγεθύνονται οικονομικώς με υψηλούς ρυθμούς, είναι βέβαιο ότι θα απορροφούν και το μεγαλύτερο μέρος των παγκοσμίων πιστώσεων εις βάρος της Δύσεως, η οποία ήδη αντιμετωπίζει και σοβαρή κρίση δημοσίου χρέους. Άρα, η επέκταση του οικονομικού κρατισμού στις δυτικές χώρες θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδιανόητη. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, οικονομίες όπως η ελληνική, που είχαν άμεση εξάρτηση από το πελατειακό κράτος, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν - εκτός και αν προχωρήσουν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Περιττό να τονιστεί ότι η πιστωτική στενότητα στη Δύση θα έχει και ευρύτερες κοινωνικές και καταναλωτικές επιπτώσεις, οι οποίες είναι ήδη ορατές.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της νέας οικονομικής πραγματικότητας είναι η παγκοσμιοποίησή της και ο έντονος ανταγωνισμός - ο οποίος, όμως, δεν έγκειται μόνο στο κόστος της εργασίας. Τα σαράντα τελευταία χρόνια οι συντελεστές της παραγωγής αλλάζουν. Η γνώση, η καινοτομία, η ψηφιακή τεχνολογία και οι επικοινωνιακές τεχνικές παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην επιχειρηματική πρακτική, γι’ αυτό οι χώρες που θέλουν να έχουν καλή θέση στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας επενδύουν στην εκπαίδευση, την επιστημονική έρευνα και σε ψηφιακές δραστηριότητες. Δίνουν χώρο στα μυαλά. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομικό φαινόμενο. Έχει και έντονο πολιτιστικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και στους κόλπους της ευνοούνται ποικίλες πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, οι οποίες έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία από οικονομικής πλευράς.
Είναι αυτονόητο πως η ανάπτυξη παρόμοιων δραστηριοτήτων απαιτεί πολύ καλές εκπαιδευτικές υποδομές και προωθημένες πολιτικές έρευνας και αναπτύξεως. Η φαιά ουσία μίας χώρας είναι ο πλούτος της. Στην Ελλάδα, όμως, η εκπαίδευση, η έρευνα και η δημιουργία καινοτομίας απέχουν πολύ από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, με αποτέλεσμα η χώρα να μην μπορεί να δημιουργεί μέσω των επιχειρήσεων τις νέες νησίδες αγοράς, που είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητες στις σημερινές συνθήκες.
Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής του ΕΜΠ Γιάννης Καλογήρου, ειδικός σε θέματα έρευνας και αναπτύξεως, στο ελληνικό σύστημα καινοτομίας εντοπίζεται ένας ελλείπων κρίσιμος κρίκος. Διαπιστώνεται αδυναμία διασυνδέσεως της επιστημονικής έρευνας -που διεξάγεται στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα- με το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό. Έτσι, η ισχυρή και διαχρονική σταθερή παρουσία και ο σημαντικός ρόλος του ελληνικού ερευνητικού δυναμικού στα ευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα (που δημιουργούνται με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μέσω ανταγωνιστικών διαγνωστικών διεργασιών) δεν βρίσκει διέξοδο στο ελληνικό παραγωγικό και επιχειρηματικό σύστημα. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας ως σύνολο όχι μόνο ξοδεύει πολύ λίγα -αναλογικά (και συγκριτικά με άλλες χώρες) πολύ λιγότερα και από τα λίγα που δαπανά ο ελληνικός δημόσιος τομέας- για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά επίσης δεν φαίνεται να αξιοποιεί τα αποτελέσματα της ερευνητικής δραστηριότητος που πραγματοποιείται σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα - με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Τίθεται, επομένως, ένα κρίσιμο και επιτακτικό ερώτημα: Με ποιον τρόπο μπορεί στο μικρο-επίπεδο (επιχείρηση, οργανισμός, κ.ά.) -και διά της συναθροίσεως να επηρεάσει το μέσο- και μακρο-επίπεδο- να ενσωματωθεί η διαχείριση της τεχνολογίας και της καινοτομίας στη στρατηγική και την πρακτική των επιχειρήσεων και των οργανισμών; Το ερώτημα αυτό μάς φέρνει στον τρίτο πόλο της οικονομικής μας πραγματικότητας, που είναι αυτός του γραφειοκρατικού και παρασιτικού χαρακτήρα της οικονομίας μας. Στις σημερινές συνθήκες, μια τέτοια οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Η χώρα πρέπει σε χρόνο μηδέν να αποκτήσει εξωστρεφείς παραγωγικές δομές και να βελτιώσει στο έπακρο τις παρεχόμενες τουριστικές και άλλες υπηρεσίες της.
Όμως, για να γίνουν πράξη όλα αυτά, είναι επείγουσα η εξόντωση του γραφειοκρατικού εκτρώματος το οποίο κάθε χρόνο απορροφά και το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού. Εν κατακλείδι, δεν θα υπάρξει ποτέ πια ανάπτυξη στην Ελλάδα αν η χώρα δεν αποφασίσει να εγκαταλείψει τον πελατειακό κρατισμό που την έφερε στο χείλος του γκρεμού. Και αυτό πρέπει να γίνει πριν την εγκαταλείψουν όλα τα καλά μυαλά της.