Το Πακέτο Κλίμα – Ενέργεια, που παρουσίασε η Επιτροπή Μπαρόζο το 2007, κατόρθωσε να θέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ηγέτιδα θέση στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και να προωθήσει τη σταδιακή αλλαγή από μία οικονομία βασισμένη στα ορυκτά καύσιμα σε μία οικονομία με μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου
Το Πακέτο Κλίμα – Ενέργεια, που παρουσίασε η Επιτροπή Μπαρόζο το 2007, κατόρθωσε να θέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ηγέτιδα θέση στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και να προωθήσει τη σταδιακή αλλαγή από μία οικονομία βασισμένη στα ορυκτά καύσιμα σε μία οικονομία με μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Όμως η «αχίλλειος πτέρνα» εκείνης της πρώτης δεσμίδας νομοθεσίας υπήρξε η ενεργειακή απόδοση, δηλαδή ο λόγος της κατανάλωσης ενέργειας προς την απόδοση (φωτιστικού, θερμαντικού, ψυκτικού) έργου, καθώς οι στόχοι της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί αύξησης της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% έως το 2020 ήταν μόνο ενδεικτικοί και όχι δεσμευτικοί για τα κράτη μέλη.
Αυτές τις μέρες η Οδηγία για την Ενεργειακή Απόδοση ξαναβρέθηκε στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής επικαιρότητας, καθώς την Τρίτη 28 Νοεμβρίου ψηφίσθηκε η αναθεώρησή της στην κυρίως αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή ITRE (Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας). Το μεγάλο θέμα που δίχασε τους ευρωβουλευτές ήταν η θέση ενός δεσμευτικού στόχου ενεργειακής απόδοσης για τα κράτη μέλη της ΕΕ ή η παραμονή στο status quo ante ενός ενδεικτικού στόχου. Ο Σοσιαλιστής εισηγητής Adam Gierek υποστήριξε εντέλει ένα δεσμευτικό στόχο του 40%, ενώ ο σκιώδης εισηγητής των Χριστιανοδημοκρατών Markus Pieper υποστήριξε έναν ενδεικτικό στόχο του 30%, κατηγορώντας μάλιστα τους Σοσιαλιστές και τους συμμάχους τους Φιλελεύθερους και Πράσινους ότι «έχουν πέσει θύμα μιας λαϊκιστικής προπαγάνδας εξτρεμιστικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων» και ότι ο στόχος του 40% είναι «σκέτη ονειροφαντασία». Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχηματίσθηκε μία summa divisio Αριστεράς/Κέντρου-Δεξιάς, καθώς ο Pieper δέχθηκε ως συμμάχους του τις ομάδες των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (οι ευρωβουλευτές των κυβερνώντων κομμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία) και της Ευρώπης των Εθνών και της Ελευθερίας (οι ευρωβουλευτές του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν).
Τελικά, η δεξιά/ακροδεξιά φράξια του Κοινοβουλίου ηττήθηκε για μία μόνο ψήφο (33 υπέρ και 32 κατά της έκθεσης Gierek) και έτσι ο Ευρωπαϊκός στόχος για την ενεργειακή απόδοση της οικονομίας είναι πια νομικά δεσμευτικός για όλα τα κράτη μέλη. Αυτή η ψήφος στην Επιτροπή ITRE αντιπροσωπεύει αναμφίβολα μια σημαντική νίκη των οικολόγων και των υπέρμαχων μιας στροφής στην πράσινη οικονομία και ανοίγει μια νέα εποχή στην Ευρώπη, καθώς παγιώνεται πια η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι «το σημαντικότερο καύσιμο είναι αυτό που εξοικονομείς». Όμως το παράδοξο της συντηρητικής στροφής των Χριστιανοδημοκρατών σ’ αυτήν την θεματική είναι πως οι κυριότεροι εκπρόσωποι των οικονομικών συμφερόντων και οι επενδυτές στο χώρο της ενέργειας, με τους οποίους η Κεντροδεξιά θα έπρεπε λογικά να εναρμονίζεται, φαίνεται να αντιτίθενται στη θέση τους, υποστηρίζοντας ευθέως ή εμμέσως τη νομοθέτηση δεσμευτικού πανευρωπαϊκού στόχου ενεργειακής απόδοσης ως ένα σημαντικό κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων. Και εδώ, η βασική επιδίωξη των επιχειρήσεων είναι η δημιουργία ενός μακροπρόθεσμα σταθερού νομοθετικού πλαισίου σε ένα επίπεδο φιλοδοξίας ανώτερο του λεγόμενου «business-as-usual».
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Συμμαχία για τη Διάσωση Ενέργειας, στην οποία αντιπροσωπεύονται ενεργειακά μεγαθήρια όπως οι Siemens, Philips, Danfoss και Veolia, εξέδωσε μια ανακοίνωση για την ψηφοφορία, σύμφωνα με την οποία «μία μείωση του επιπέδου φιλοδοξίας στην εξοικονόμηση ενέργειας κάτω από το 40% θα έθετε τους στόχους πολιτικής χαμηλότερα από την πορεία βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης του business-as-usual και δε θα είχε καμία επίπτωση στην πραγματικότητα». Και η Ομάδα Θεσμικών Επενδυτών για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία αντιπροσωπεύει διαχειριστές συνολικών κεφαλαίων άνω των 20 τρις €, ζήτησε με επιστολή της προς τους ευρωβουλευτές να θέσουν ένα δεσμευτικό στόχο της τάξης τουλάχιστον του 30% και ανέφεραν ότι αν δεν ανεβεί ο πήχυς της φιλοδοξίας, τα μέλη της Ομάδας θα αναζητήσουν επενδυτικές ευκαιρίες εκτός Ευρώπης. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε έναν πίνακα που ετοίμασε ενόψει της ψηφοφορίας στην επιτροπή ITRE, πήρε ανοιχτά θέση υπέρ της έκθεσης Gierek και κατά της τροπολογίας Pieper, με το τεκμηριωμένο σκεπτικό ότι η θέση των Σοσιαλιστών θα αυξήσει κατά 68% το επίπεδο φιλοδοξίας της πρότασης νομοθεσίας σε σχέση με τη θέση των Χριστιανοδημοκρατών.
Συνεπώς, αν μάθαμε κάτι από αυτό το κοινοβουλευτικό συμβάν, είναι πως η νομοθέτηση φιλόδοξων δεσμευτικών στόχων για την ενεργειακή μετάβαση σε ένα μοντέλο οικονομίας φιλικό προς τον πλανήτη δεν βρίσκει αντίθετα τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Τουναντίον, αυτά τείνουν να παραμερίζουν οπισθοδρομικές απόψεις που κρατούν καθηλωμένες στο παρελθόν τις παραγωγικές δυνάμεις και αναζητούν δυναμικά νέους δρόμους οικονομικής δραστηριότητας. Εν ολίγοις, στον ανεπτυγμένο κόσμο και σίγουρα στην Ευρώπη, η κερδοφορία όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με τη διάσωση του κλίματος, αλλά αποτελεί εντέλει και ένα ισχυρό κίνητρο για τη μακροπρόθεσμη επιδίωξή της.