Πριν από εννέα χρόνια, τον Νοέμβριο του 2008, η Fed έπρεπε να σώσει την αμερικανική οικονομία από την άβυσσο της κρίσης. Για τον Μπεν Μπερνάνκι δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Πριν από εννέα χρόνια, τον Νοέμβριο του 2008, η Fed έπρεπε να σώσει την αμερικανική οικονομία από την άβυσσο της κρίσης. Για τον Μπεν Μπερνάνκι δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη. Εγκαινίασε το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και τιτλοποιημένα ενυπόθηκα χρεόγραφα, πολλών τρισ. δολαρίων. Από το 2008 έως το 2015 ο ισολογισμός της Fed αυξήθηκε από τα 900 δισ. στα 4,5 τρισ. δολάρια. Εννέα χρόνια αργότερα, η Αμερική έχει αφήσει πίσω της την ύφεση. Το ΑΕΠ αναπτύχθηκε 3,3% στο τρίτο τρίμηνο, με τους ταχύτερους ρυθμούς από το 2014.
Ο Μπεν Μπερνάνκι δεν είναι πλέον στο τιμόνι της Fed, που ήταν η πρώτη εκ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών που τόλμησε να τυπώσει χρήμα. Ήταν επίσης και η πρώτη που έβαλε τίτλους τέλους στο QE και εγκαινίασε κύκλο αύξησης επιτοκίων. Τις δάφνες της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής δρέπει η Τζάνετ Γέλεν. Η «σιδηρά κυρία» της Fed παραδίδει τη σκυτάλη τον Φεβρουάριο του 2018 στον Τζερόμ Πάουελ. Η θητεία της σημαδεύτηκε από τις αυξήσεις επιτοκίων - ήδη δύο εντός του 2017 και ετοιμάζεται για την τρίτη τον Δεκέμβριο. Παραδίδει στον νέο τιμονιέρη της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας του κόσμου μια οικονομία που ανεβάζει ταχύτητα και δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Αλλά και μια χρηματιστηριακή αγορά που εκπέμπει σήμα κινδύνου για φούσκα, έπειτα από αλλεπάλληλα ιστορικά ρεκόρ και παραφουσκωμένες αποτιμήσεις. Το καμπανάκι για «παράλογη ευφορία» το είχε σημάνει για πρώτη φορά το 1996 ο τότε πρόεδρος της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν. Η κρίσιμη δοκιμασία για τον Τζερόμ Πάουελ και το 2018 είναι να αποφύγει τον εφιάλτη της ανώμαλης προσγείωσης.