Περιβάλλον
Παρασκευή, 24 Νοεμβρίου 2017 13:22

Η Ρωσία επιβεβαίωσε τα αυξημένα επίπεδα ραδιενέργειας του Σεπτεμβρίου

Μετά από μήνες άρνησης, η Ρωσία επιβεβαίωσε την ανίχνευση αυξημένων επιπέδων ενός ραδιενεργού ισότοπου σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2017. Η επιβεβαίωση έρχεται μετά την πρόσφατη έκθεση του Γαλλικού Ινστιτούτου Προστασίας από την Ακτινοβολία και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRNS) για το περιστατικό.

Μετά από μήνες άρνησης, η Ρωσία επιβεβαίωσε την ανίχνευση αυξημένων επιπέδων ενός ραδιενεργού ισότοπου σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2017. Η επιβεβαίωση έρχεται μετά την πρόσφατη έκθεση του Γαλλικού Ινστιτούτου Προστασίας από την Ακτινοβολία και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRNS) για το περιστατικό.

Τον Σεπτέμβριο του 2017, διάφοροι φορείς παρακολούθησης ανίχνευσαν μια ασυνήθιστη ποσότητα ακτινοβολίας σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Η πηγή του ραδιενεργού νέφους προσδιορίστηκε στη Ρωσία, αλλά οι ρωσικές αρχές αρνήθηκαν ακόμη και ότι ανίχνευσαν την αυξημένη ραδιενέργεια.

Στις 21 Νοεμβρίου, η ρωσική μετεωρολογική υπηρεσία Roshydromet επιβεβαίωσε τα ευρήματα του γαλλικού ινστιτούτου για τα αυξημένα επίπεδα ρουθηνίου-106, του ραδιενεργού ισοτόπου του σπάνιου μετάλλου ρουθηνίου.

Το IRNS είχε εντοπίσει ρουθήνιο-106 στη Γαλλία από τις 27 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου σε επίπεδα μερικών μιλιμπεκερέλ ανά κυβικό μέτρο αέρα. Οι μετρήσεις υποδείκνυαν ως πιθανή πηγή μία περιοχή μεταξύ του Βόλγα και των Ουραλίων.

Οι ρωσικές αρχές επιβεβαίωσαν την υψηλή μόλυνση, ανιχνεύοντας επίπεδα ρουθηνίου-106 1.000 φορές υψηλότερα από τα φυσιολογικά, σε δείγματα που εξετάστηκαν από δύο μετεωρολογικούς σταθμούς στη νότια περιοχή των Ουραλίων.

Ωστόσο, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, Μαξίμ Γιακοβένκα υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν ευθύνεται για την ακτινοβολία. «Τα δημοσιευμένα στοιχεία δεν αρκούν για να προσδιορίσουν τη θέση της πηγής της ρύπανσης», αναφέρει η δήλωσή του. Η κρατική εταιρεία Ροσατόμ, υπεύθυνη για την πυρηνική βιομηχανία της Ρωσίας, δήλωσε ότι η ακτινοβολία δεν προέρχεται από τις εγκαταστάσεις της.

Τα επίπεδα της ακτινοβολίας δεν ήταν αρκετά υψηλά για να υπάρξει κίνδυνος υγείας, και δεν έχουν ανιχνευτεί ξανά μετά τις 13 Οκτωβρίου.