Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό τετρακομματικής κυβέρνησης ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ αναζητεί λύσεις στο πρωτόγνωρο πολιτικό αδιέξοδο που βιώνει η χώρα.
Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό τετρακομματικής κυβέρνησης ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ αναζητεί λύσεις στο πρωτόγνωρο πολιτικό αδιέξοδο που βιώνει η χώρα. Σε συνομιλίες του το απόγευμα με τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Λίντνερ θα επιχειρήσει να διαπιστώσει αν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω συνομιλίες μεταξύ των χριστιανικών κομμάτων, του FDP και των Πρασίνων για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Νωρίτερα θα έχει επαφές με τους συμπροέδρους των Πρασίνων, Πέτερ και Έζντεμιρ.
Θέλοντας προφανώς να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες και παρότι οι Σοσιαλδημοκράτες διαμηνύουν εμφατικά ότι δεν προτίθενται να συνεργαστούν εκ νέου με την Άγκελα Μέρκελ για τον σχηματισμό του λεγόμενου μεγάλου συνασπισμού CDU/CSU και SPD, o Γερμανός πρόεδος θα έχει αύριο συνομιλίες και με τον πρόεδρο του SPD Μάρτιν Σουλτς προκειμένου να βολιδοσκοπήσει αν το «όχι» του είναι τόσο κατηγορηματικό όσο ακούγεται. «Εάν οι ψηφοφόροι πρέπει να αποφασίσουν ποιος οδήγησε την Τζαμάικα στα βράχια, τότε […] οι εκλογές είναι μια καλή ευκαιρία», τόνισε χθες ο Σουλτς, χωρίς να αφήνει ουσιαστικά περιθώρια ελπίδας, αλλά και παρερμηνειών.
Οι ελπίδες των συντηρητικών
Το στρατόπεδο των χριστιανικών κομμάτων της Μέρκελ αντίθετα συνεχίζει να ελπίζει ότι μπορούν να αποφευχθούν νέες εκλογές. Ο γ.γ. των Χριστιανοκοινωνιστών Σόιερ υπογράμμισε χθες το βράδυ ότι η «κατηγορηματική άρνηση» των Σοσιαλδημοκρατών δεν είναι καλή για τη χώρα και πως πριν προκηρυχθούν βεβιασμένα πρόωρες εκλογές θα πρέπει να εξαντληθούν όλες οι υπάρχουσες δυνατότητες.
Και η ίδια η Μέρκελ εκτίμησε χθες ότι η συζήτηση για το ενδεχόμενο συγκρότησης ενός μεγάλου συνασπισμού δεν έχει λήξει οριστικά. Το αν θα απευθυνθεί εκ νέου στους Σοσιαλδημοκράτες θα εξαρτηθεί από τις προγραμματισμένες επαφές του Προέδρου της Δημοκρατίας με το SPD, όπως είπε.
Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζητούμενο είναι η συγκρότηση μιας κυβέρνησης που θα απολαμβάνει μιας ευρείας και σταθερής πλειοψηφίας της γερμανικής Βουλής. Όπως σημειώνουν αναλυτές, μια κυβέρνηση μειοψηφίας όπου η Μέρκελ θα πρέπει να αναζητεί ad hoc συμμαχίες στο Κοινοβούλιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στον ρόλο που διαδραματίζει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης στην Ευρώπη και τον κόσμο, αλλά ούτε και στον τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται τη διακυβέρνηση της χώρας.
Πρώτα εκλογή καγκελαρίου, μετά νέες εκλογές
Σε περίπτωση πάντως που δεν ευοδωθούν οι προσπάθειες του προέδρου η χώρα οδηγείται αναπόφευκτα σε νέες εκλογές. Ακούγεται μεν απλό, εντούτοις δεν είναι. Προκειμένου να μην γίνονται εκλογές κατά το δοκούν, το γερμανικό Σύνταγμα περιέχει διάφορες δικλείδες ασφαλείας, προβλέποντας μια σχετικά πολύπλοκη διαδικασία. Για να προκηρυχθούν νέες εκλογές και δεδομένου ότι δεν προβλέπεται όπως σε άλλες χώρες η δυνατότητα αυτοδιάλυσης της Βουλής, θα πρέπει να εκλεγεί καταρχήν ένας νέος καγκελάριος από τους βουλευτές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να προτείνει στο σώμα έναν υποψήφιο, ο οποίος έχει κατά τον ίδιο τις μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογής.
Στην περίπτωση αυτή η Μέρκελ (θεωρητικά ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει και άλλον υποψήφιο) -και γνωρίζοντας ότι δεν έχει πλειοψηφία- θα έχει τον άχαρο ρόλο να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση που δεν αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε πραγματοποιείται σε διάστημα 14 ημερών και δεύτερος γύρος, στον οποίο απαιτείται επίσης η απόλυτη πλειοψηφία. Αν αποτύχει και στον δεύτερο γύρο, τότε πραγματοποιείται άμεσα, εντός της ίδιας ημέρας πιθανότατα, ο τρίτος και τελευταίος γύρος όπου αρκεί η απλή πλειοψηφία. Στη συνέχεια ο πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να εκπληρώσει τον σημαντικότερο ίσως θεσμικό του ρόλο: μέσα στις επόμενες επτά μέρες μετά την εκλογή θα πρέπει είτε να ορίσει τον νέο καγκελάριο είτε να προχωρήσει σε διάλυση του Κοινοβουλίου. Οι νέες εκλογές πρέπει να προκηρυχθούν σε διάστημα 60 ημερών.
Νέες εκλογές την άνοιξη;
Παρότι το γερμανικό Σύνταγμα δεν προβλέπει ακριβή χρόνο για την κατάθεση της πρότασης του προέδρου για τον/την υποψήφια καγκελάριο, κορυφαίοι συνταγματολόγοι αλλά και η νομική υπηρεσία της Bundestag συμφωνούν ότι τα περιθώριά του δεν είναι ανεξάντλητα και πως η πρόταση θα πρέπει να γίνει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό απορρέει, σύμφωνα με τους ίδιους, από την ερμηνεία του Άρθρου 63 του Συντάγματος όσο και, κυρίως, από το θεσμικό ρόλο του προέδρου ως εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας της χώρας.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, οι νέες εκλογές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου, με πιθανότερο τον Μάρτιο.
Μοναδικοί κερδισμένοι νέας εκλογικής αναμέτρησης ενδέχεται να είναι οι εθνολαϊκιστές του AfD
Όποτε κι αν γίνουν πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πολιτικό σκηνικό δεν θα αλλάξει άρδην: οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν αξιοσημείωτες μεταβολές στα ποσοστά των κομμάτων σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Γερμανοί αναλυτές εκτιμούν ότι ενδεχομένως να υπάρξουν κάποιες μικρές διακυμάνσεις, κυρίως προς όφελος των εθνολαϊκιστών της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Γι' αυτό άλλωστε κανείς πλην του AfD δεν θέλει στην πραγματικότητα τις νέες εκλογές.
Στην περίπτωση πάντως που επαληθευτούν απλώς σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα του Σεπτεμβρίου, τότε η συγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού θα είναι πλέον μονόδρομος.