Όταν κάτι πηγαίνει πολύ στραβά, έχουν μεσολαβήσει πολλοί παράγοντες. Το τεκμηριώνει η ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για το ελληνικό ζήτημα, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Όταν κάτι πηγαίνει πολύ στραβά, έχουν μεσολαβήσει πολλοί παράγοντες. Το τεκμηριώνει η ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για το ελληνικό ζήτημα.
Πρώτον, «ο σχεδιασμός και οι θεσμικές ρυθμίσεις για το αρχικό ελληνικό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της επείγουσας ανάγκης για την αντιμετώπιση της οποίας αυτό καταρτίστηκε». Κοινώς, ήταν μεγάλο το πρόβλημα και απαιτούσε γρήγορη λύση.
Δεύτερον, «δεν ήταν επαρκής η εμβέλεια των μέτρων που προέβλεπαν τα προγράμματα στον τομέα της διευκόλυνσης των εξαγωγών, με έμφαση στην ανταγωνιστικότητα των τιμών και τη διοικητική επιβάρυνση». Με λίγα λόγια, δεν δόθηκε αρκετή έμφαση στη διαρθρωτική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Εξάλλου, οι αδυναμίες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αγοράς προϊόντων συνδυάστηκαν με τη φορολογική επιδρομή και συνέβαλαν στις υψηλές τιμές παρά τους χαμηλούς μισθούς.
Τρίτον, «από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2015, η Ελλάδα γνώρισε έξι εκλογικές αναμετρήσεις και μία αλλαγή κυβέρνησης χωρίς εκλογές τον Νοέμβριο του 2011. Κάθε φορά, η νέα ηγεσία χρειαζόταν κάποιο χρόνο προκειμένου να επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της ως προς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και να επανακαθορίσει τους όρους συνεργασίας με τους θεσμούς». Εξάλλου, «το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 επέτεινε την αβεβαιότητα για το μέλλον του προγράμματος και επιδείνωσε την οικονομική αστάθεια». Άλλωστε, «η Ελλάδα κήρυξε τότε τραπεζική αργία, λόγω της μαζικής απόσυρσης των καταθέσεων από τις τράπεζες και των ουρών που σχηματίζονταν μπροστά από τα ATM». Με λίγα λόγια, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, προέκταση της ελληνικής κοινωνίας, αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων.
Όμως τα τρία αυτά σημεία είναι αμελητέα μπροστά στο μείζον. «Τα προγράμματα δεν υποστηρίζονταν από συνολική αναπτυξιακή στρατηγική με πρωτοβουλία της ίδιας της χώρας, η οποία θα μπορούσε να καλύπτει και τη μετά τη λήξη των προγραμμάτων περίοδο». Δηλαδή, όσο δεν υπάρχει στο τραπέζι ένα σχέδιο οικονομικής και θεσμικής ανόρθωσης με ελληνική υπογραφή και εθνικό όραμα, τις πολιτικές θα χαράσσουν σε βραχυπρόθεσμη λογική ομάδες τεχνοκρατών με εξαιρετικά βιογραφικά αλλά με βιώματα που απέχουν από την ελληνική πραγματικότητα όσο περίπου η Αθήνα από τις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο, τη Φραγκφούρτη και την Ουάσιγκτον.
Έπειτα από επτά χρόνια διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, η πρόοδος στην Ελλάδα είναι κατά βάση δημοσιονομική και διασφαλίζει απλώς χρόνο τον οποίο η χώρα δείχνει να μην αξιοποιεί για τις απαιτούμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στους θεσμούς, την αγορά και τη δημόσια διοίκηση.
Στην πραγματικότητα, πίσω από τις τυμπανοκρουσίες για «καθαρή έξοδο» από το μνημόνιο παραμονεύει η παρατεταμένη αδυναμία της οικονομίας να προσελκύσει εγχώριες και ξένες επενδύσεις που θα αυξήσουν το ΑΕΠ, απομακρύνοντας αποφασιστικά την Ελλάδα από το ρίσκο της υποτροπής και της χρεοκοπίας.