«Θεούλη μου, τί σου'λθε να μ' αγιάσεις;
νομίζεις πώς θα μ'έμελε καθόλου,
αν ήθελες κι εμένα να κολάσεις
και μ'έστελνες παρέα του διαβόλου;
Μ'αρέσει ο Παράδεισος, αλήθεια,
χωρίς δουλεία σκοτώνω τον καιρό
βλέπω αγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ακούω και τραγούδια θεϊκά,
μα, έλα που δεν έχετε συνήθεια,
να λέτε κι ένα δυό πολιτικά;
Σύ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη
και ώρα απ'τον θρόνο σου δεν πέφτεις...
Ας ήταν δυνατόν Θεός να γίνει
και άλλος σαν εσένα, λίγο ψεύτης,
να μοιρασθεί των ουρανών τ' ασκέρι,
να πάνε και μ' εκείνον οι μισοί,
να έρχεται αυτός, να πέφτεις σύ,
να γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μα όλα εδώ είναι τακτικά,
ο ουρανός Θεό εσένα ξέρει,
και δεν μιλούν πολιτικά.
Εδώ που μ' ησυχία όλοι ζούνε,
για μένα είναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικά τ'αυτιά μου ας ακούνε,
και ας είμαι και στην κόλαση, χαλάλι!
Aν είχες εις το νού σου να με κολάσεις,
και μ' έφερες κοντά σου για ποινή,
να! κόλαση για με αληΘινή...
Μα, φθάνει πιά, Θεέ μου, μη με σκάσεις,
και διώξε με στο λέω παστρικά,
γιατί αλλιώς στιγμή δεν θα' συχάσεις...
και μόνος θα μιλάω πολιτικά».