Στο περιοδικό «Νew Yorker» δημοσιεύτηκε κάποτε μια γελοιογραφία του Πίτερ Στάινερ που έδειχνε δύο σκυλιά, το ένα από τα οποία καθόταν μπροστά στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και έλεγε στο άλλο: «Στο Internet, κανείς δεν ξέρει ότι είσαι σκύλος».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την Ουρουγουάη. Η μικρή αυτή χώρα των 3 εκατομμυρίων κατοίκων, που είναι στριμωγμένη ανάμεσα στη Βραζιλία και την Αργεντινή, έκλεισε μια συμφωνία με τη μεγαλύτερη εταιρεία τεχνολογίας της Ινδίας, την Tata Consultancy Services, με βάση την
οποία δημιουργήθηκε μέσα σε μια τετραετία ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα εξωχώριων επιχειρήσεων στη Λατινική Αμερική.
Οσο οι ινδοί εργαζόμενοι της Tata στη Βομβάη κοιμούνται, οι 650 ουρουγουανοί μηχανικοί και προγραμματιστές της εταιρείας συνεχίζουν τη δουλειά τους, εξασφαλίζοντας τη λειτουργία των υπολογιστών της American Express, της Procter & Gamble και μερικών μεγάλων αμερικανικών τραπεζών. Κι όλα αυτά από το Μοντεβιδέο.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της εποχής της παγκοσμιοποίησης, γράφει ο Τόμας Φρίντμαν στη Χέραλντ Τρίμπιουν, είναι ότι οποιοσδήποτε επιχειρηματίας με λίγη φαντασία και ένα μικρό κεφάλαιο μπορεί να στήσει μια παγκόσμια εταιρεία «ταιριάζοντας» εργαζόμενους και πελάτες από οπουδήποτε, κάνοντας ο,τιδήποτε για οποιονδήποτε. Κι αυτό, επειδή τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν πρόσβαση στα εργαλεία της καινοτομίας και της επικοινωνίας. Το μοναδικό ερώτημα είναι το εξής: θα το κάνεις εσύ ή θα το κάνουν για σένα;
Ο Γκαμπριέλ Ροσμάν αποφάσισε ότι θα το κάνει αυτός. Πρώην συνεργάτης της Ernst & Young που έχει μεγαλώσει στην Ουρουγουάη, συνέλαβε την ιδέα να συνεργαστεί με την Tata για να μετατραπεί το Μοντεβιδέο σε εξωχώριο κέντρο.
Δύο πράγματα είχε στο μυαλό του. Πρώτον, ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουρουγουάης είναι καλό και βγάζει καλούς (και φτηνούς) μηχανικούς. Δεύτερον, ότι ήθελε να κάνει κάτι καλό για τη χώρα που έδωσε καταφύγιο στους ούγγρους γονείς του όταν έφυγαν από τον Χίτλερ.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η TCS Iberoamerica δεν προλαβαίνει να προσλαμβάνει ανθρώπους. Εκτός από την Ουρουγουάη, ο Ροσμάν επιβλέπει επίσης 1.300 εργαζόμενους στη Βραζιλία και 1.200 στη Χιλή.
«Οταν πρωτοπλησίασα αυτή τη μεγάλη αμερικανική τράπεζα και της πρότεινα να μεταφέρει μερικές από τις υπηρεσίες της στο Μοντεβιδέο, αντί για την Ινδία, ο τύπος μου είπε ότι δεν ήξερε καν πού πέφτει το Μοντεβιδέο», θυμάται ο Ροσμάν. «Εγώ του είπα τότε ότι αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημα της πρότασής μου».
Ενας άλλος παράγων έχει σχέση με τη διαφορά ώρας. H Tata προσφέρει στους πελάτες της τους καλύτερους ινδούς μηχανικούς στη διάρκεια της ημέρας για την Ινδία (και νύχτας για την Αμερική) και τους καλύτερους ουρουγουανούς μηχανικούς στη διάρκεια της ημέρας για την Αμερική (και νύχτας για την Ινδία).
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι στο Μοντεβιδέο είναι Ουρουγουανοί, υπάρχουν όμως και αρκετοί Ινδοί που έχει στείλει η Tata. Το κακό γι' αυτούς είναι ότι το Μοντεβιδέο δεν έχει ούτε ένα ινδικό εστιατόριο...
Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα. Η λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, αντίθετα με την ινδική, δεν σέβεται πολύ την ιεραρχία. «Οι Ινδοί δεν ήταν συνηθισμένοι σε ανθρώπους που λένε "όχι"», εξηγεί ο Ρικάρντο Σενγκίν, που είναι αναλυτής συστημάτων. «Στο τέλος κατάλαβαν ότι το "όχι" δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι τους αμφισβητείς, αλλά ότι πιστεύεις πως μπορεί τα πράγματα να γίνουν καλύτερα με έναν άλλο τρόπο. Στη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, γίνεται συζήτηση για όλα».
Στην Ουρουγουάη λένε ένα ανέκδοτο: αν ο γιατρός σου είπε ότι έχεις μια βαρειά ασθένεια και θα πεθάνεις σύντομα, έλα στο Μοντεβιδέο όπου όλα γίνονται με καθυστέρηση είκοσι ετών.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Ουρουγουάη αποδεικνύει ότι βρίσκεται πολύ μπροστά. Κι αυτό, γιατί κατάλαβε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσιολογικό από έναν Ουρουγουανό ουγγρικής καταγωγής που διοικεί μια ινδική εταιρεία η οποία εξυπηρετεί αμερικανικές τράπεζες με μηχανικούς από το Μοντεβιδέο τους οποίους βοηθούν τεχνολόγοι από την Ινδία που έμαθαν να τρώνε ουρουγουανικό φαγητό.
Πηγή: International Herald Tribune, φύλλο της 25ης/9/06, ΑΠΕ-ΜΠΕ