Τώρα που η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκιά της για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, γίνεται αντιληπτό ότι οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου εμφανίζονται έτοιμες να γυρίσουν σελίδα στο… βιβλίο της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής τους, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τώρα που η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκιά της για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, γίνεται αντιληπτό ότι οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου εμφανίζονται έτοιμες να γυρίσουν σελίδα στο… βιβλίο της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής τους.
Σε μία πρώτη ματιά αρχίζει να διαμορφώνεται το κατάλληλο υπόβαθρο για μία πιο αυστηρή νομισματική πολιτική, όπως πιο ανθεκτικές και ισχυρές οικονομίες. Υπάρχει όμως ένα βασανιστικό ερώτημα στο οποίο δεν είναι ακόμη σε θέση να απαντήσουν οι κεντρικοί τραπεζίτες: Πώς θα πορευθεί ο πληθωρισμός, μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο ελλοχεύουν γεωπολιτικές κρίσεις, προστατευτισμός, Brexit και αδυναμία πολλών τραπεζών παγκοσμίως; Στη Βρετανία, η ανάπτυξη έχει κατεβάσει ταχύτητα φέτος, ο ρυθμός αύξησης μισθών έχει μετριαστεί και η χαοτική διαδικασία του Brexit σκιάζει τις προοπτικές της οικονομίας της. Για τους λόγους αυτούς, η επιτοκιακή αύξηση χαρακτηρίστηκε από κάποιους αναλυτές λανθασμένη κίνηση, επικαλούμενοι τις δυσκολίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα βρετανικά νοικοκυριά. Άλλωστε, ο υψηλός πληθωρισμός στη Βρετανία αποδίδεται στην εντυπωσιακή αύξηση των τιμών εισαγόμενων ειδών εξαιτίας της διολίσθησης της στερλίνας από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 και έπειτα και όχι σε ενδογενείς πληθωριστικές πιέσεις, τροφοδοτούμενες από μισθολογικές αυξήσεις - μία τάση που χαρακτηρίζει γενικότερα την παγκόσμια οικονομία.
Ακόμη και η είδηση ότι ο Τζερόμ Πάουελ, θα διαδεχτεί την Τζάνετ Γέλεν στο τιμόνι της Φέντεραλ Ριζέρβ τον Φεβρουάριο του 2018, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο προτεινόμενος στόχος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ για τον δομικό πληθωρισμό υποχώρησε στο 1,3%. Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο βρισκόταν έναν μήνα προτού η Fed αρχίσει τις επιτοκιακές της αυξήσεις πριν από δύο περίπου χρόνια. H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επέλεξε τον Ιανουάριο ως την κατάλληλη χρονική συγκυρία για να μειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής της χαλάρωσης κατά το ήμισυ, με τον δομικό πληθωρισμό της όμως να αρνείται πεισματικά να τροφοδοτηθεί γοργά και αυτό δεν είναι ενθαρρυντικό. Και ρωτούν κάποιοι αναλυτές αν η νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι στροφή προς την κατεύθυνση πιο σταθεροποιητικών πολιτικών. «Όχι, σε καμία περίπτωση!», καθότι ακόμη κι εάν η ΕΚΤ δαπανά μόνο 30 αντί για 60 δισ. κάθε μήνα, εξακολουθεί να προσφέρει μία επιπλέον ρευστότητα 270 δισ. ευρώ στις αγορές.
Το παρελθόν έχει δείξει ότι οι κύκλοι επιτοκιακών αυξήσεων μπορεί να αποβούν επικίνδυνοι. Υπενθυμίζεται η αύξηση των επιτοκίων εν μέσω κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη το 2011...