Φανταστείτε έναν ιό που εξαπλώνεται σταθερά σε όλες τις χώρες του κόσμου και προσβάλλει ανύποπτους ανθρώπους, όπως στις ταινίες του Χόλιγουντ, όπου βέβαια στο τέλος ο ήρωας ανακαλύπτει το αντίδοτο και το κακό εξαλείφεται. Στην περίπτωση του διαβήτη δεν έχουμε βέβαια να κάνουμε με ιό. Έχουμε όμως σίγουρα να αντιμετωπίσουμε μια επιδημία. Και αντίδοτο έχουμε. Αλλά δεν το χρησιμοποιούμε.
Tου Σταύρου Θ. Λιάτη,
Επιμελητή Α’ ΕΣΥ, Παθολόγου με εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη - Α’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Διαβητολογικό Κέντρο ΓΝΑ «Λαϊκό»
Φανταστείτε έναν ιό που εξαπλώνεται σταθερά σε όλες τις χώρες του κόσμου και προσβάλλει ανύποπτους ανθρώπους, όπως στις ταινίες του Χόλιγουντ, όπου βέβαια στο τέλος ο ήρωας ανακαλύπτει το αντίδοτο και το κακό εξαλείφεται. Στην περίπτωση του διαβήτη δεν έχουμε βέβαια να κάνουμε με ιό. Έχουμε όμως σίγουρα να αντιμετωπίσουμε μια επιδημία. Και αντίδοτο έχουμε. Αλλά δεν το χρησιμοποιούμε.
Τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η παγκόσμια ομοσπονδία διαβήτη είναι απογοητευτικά. Τετρακόσια εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη έχουν διαβήτη, ενώ η πρόβλεψη για τα επόμενα 20 χρόνια ανεβάζει τον αριθμό σε περισσότερα από 600 εκατομμύρια. Στην προηγούμενη πρόβλεψή της, που αφορούσε το 2015, η ομοσπονδία είχε πέσει πολύ έξω. Προς τα κάτω φυσικά.
Ο διαβήτης, στις αρχές του 20ού αιώνα, πολύ λίγο απασχολούσε την ανθρωπότητα. Αφορούσε τότε λίγους αρρώστους νεαρής ηλικίας (νεανικός διαβήτης) όπως και ορισμένους παχύσαρκους μεγαλύτερης ηλικίας (διαβήτης των παχυσάρκων, όπως έλεγαν τότε). Στα μέσα του 20ού αιώνα, και αφού ο νεανικός διαβήτης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης, η δεύτερη μορφή (που σήμερα ονομάζεται διαβήτης τύπου 2) άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, ιδίως στις ΗΠΑ και στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης.
Ο σημαντικότερος μοχλός που ξεκίνησε την επιδημία ήταν η δυνατότητα παραγωγής άφθονης και φθηνής τροφής, κατά κανόνα πλούσιας σε ενέργεια αλλά μάλλον φτωχής σε άλλα θρεπτικά υλικά, που οδήγησε σε απότομη αύξηση της παχυσαρκίας. Η παράλληλη μεγάλη μείωση της σωματικής δραστηριότητας συνετέλεσε αποφασιστικά.
Ευτυχώς η Ελλάδα δεν «ανταγωνίζεται» τις κορυφαίες σε συχνότητα διαβήτη χώρες (Μέσης Ανατολής, νησιά του Ειρηνικού και ΗΠΑ), είναι όμως από τις πρώτες στην Ευρώπη. Πρόσφατα δεδομένα από τη βάση δεδομένων του ΕΟΠΥΥ, που δημοσιεύθηκαν από ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και του διαβητολογικού κέντρου του Λαϊκού Νοσοκομείου, έδειξαν ότι περίπου 8% των ενηλίκων στην Ελλάδα λαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία για τον διαβήτη.
Αυτό μεταφράζεται σε ένα συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 1,5 φορά μεγαλύτερο (δηλαδή άνω του 12%), αν συνυπολογιστούν τα άτομα με διαβήτη που δεν παίρνουν φάρμακα, καθώς και εκείνα που δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν.
Στο ίδιο ποσοστό καταλήγει και η πανελλήνια επιδημιολογική μελέτη ΕΜΕΝΟ, επίσης από ερευνητές του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με την ελληνική διαβητολογική εταιρεία. Μόλις 40 χρόνια πριν, σε μελέτη του πληθυσμού στο Αιγάλεω, ο καθηγητής Κατσιλάμπρος και οι συνεργάτες του είχαν υπολογίσει το ποσοστό του διαβήτη στο 2,4% (είχε θεωρηθεί υπερβολικό), ενώ ταυτόχρονα οι καθηγητές Καραμάνος και Χριστακόπουλος έβρισκαν στον αγροτικό πληθυσμό ποσοστό της τάξεως του 1,25%.
Αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, η έκρηξη που αναμένεται στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα θα κτυπήσει τους ανθρώπους και τα συστήματα υγείας όλων των χωρών, περισσότερο μάλιστα των φτωχών. Ο διαβήτης τύπου 2 προλαμβάνεται.
Το αντίδοτο είναι να βελτιώσουμε τη διατροφή μας και να ασκούμαστε περισσότερο. Όμως αυτό δεν είναι κάτι απλό και σίγουρα δεν αφορά μόνο στον διαβήτη.