Με τη θέση ότι η κυβέρνηση δεν αφήνει την Αστυνομία να κάνει τη δουλειά της συμφώνησε ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Κωνσταντίνος Κατσίκης, μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ.
Με τη θέση ότι η κυβέρνηση δεν αφήνει την Αστυνομία να κάνει τη δουλειά της συμφώνησε ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Κωνσταντίνος Κατσίκης, μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ.
«Να το λέμε ξεκάθαρα, δεν θέλει η κυβέρνηση να τραβήξει ο αστυνομικός πιστόλι, δεν θέλει η κυβέρνηση να εφαρμόσει το μέτρο του σπρέι πιπεριού, δεν θέλει η κυβέρνηση να επιτρέψει τις πλαστικές σφαίρες», είπε χαρακτηριστικά.
Ακόμη, ο κ. Κατσίκης παρατήρησε ότι «όταν η παραβατικότητα δεν αντιμετωπίζεται με δραστικά, κατασταλτικά μετρά θα συνεχίζει να υφίσταται».
Όπως ανέφερε, η Ελληνική Αστυνομία έχει τη θέληση να καταπολεμήσει το έγκλημα στον βαθμό που μπορεί.
«Πιστεύω ότι η βία αντιμετωπίζεται με βία», συνέχισε ο βουλευτής των ΑΝΕΛ και εκτίμησε ότι αν δεν ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα από πλευράς της ΕΛ.ΑΣ, το θέμα της ανομίας θα συνεχιστεί.
«Δεν εξαπέλυσα προσωπικές βολές κατά του Ν. Τόσκα»
Αργότερα, σε διευκρινιστική του δήλωση, ο κ. Κατσίκης υποστήριξε ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην τοποθέτησή του ήταν αποσπασματική, συμπληρώνοντας πως απέχει από την ουσία των δηλώσεών του.
«Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων, πολλώ δε μάλλον, τη στιγμή που σε καμία των περιπτώσεων δεν εξαπέλυσα προσωπικές βολές κατά του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κ. Τόσκα, όπως παρέφρασαν τις δηλώσεις μου», σημείωσε και πρόσθεσε: «Αντιθέτως, συνεχάρην την Ελληνική Αστυνομία για τις επιτυχίες της και κατ' επέκταση αυτού, το έργο της ελληνικής κυβέρνησης. Όσα, δε, εξέφρασα σχολιάζοντας την ανομία, ήταν προτάσεις και ερωτήματα για την καλύτερη αντιμετώπισή της και όχι καταγγελτικός λόγος, όπως δυστυχώς παρουσιάστηκε από μερίδα των μέσων ενημέρωσης».
Σύμφωνα με τον βουλυετή, «ο οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος και δίκαιος τηλεθεατής αντιλαμβάνεται πως ο πολιτικός σχολιασμός της επικαιρότητας σε ζωντανό χρόνο διαφέρει από την ετεροχρονισμένη απόπειρα ερμηνείας και δυστυχώς παρερμηνείας, στην οποία προβαίνουν κατόπιν συγκεκριμένα κέντρα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης».