Η διήμερη απεργία των δημοσιογράφων εκτόπισε από την κεντρική θέση που της έπρεπε την -εξαιρετικά διαφωτιστική- συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στον Αλέξη Παπαχελά, στις «Ιστορίες» του ΣΚΑΪ, γράφει ο Α.Δ.Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η διήμερη απεργία των δημοσιογράφων εκτόπισε από την κεντρική θέση που της έπρεπε την -εξαιρετικά διαφωτιστική- συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στον Αλέξη Παπαχελά, στις «Ιστορίες» του ΣΚΑΪ.
Δύο φορές ο άρχων του Eurogroup ανεμνήσθη τη λειτουργία του Grexit -τη μία όταν εκείνος το πρότεινε (ως time-out, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της «ξεκλειδώνοντας» για ένα διάστημα από το ευρώ) στον Βαγγέλη Βενιζέλο. την άλλη όταν το 2015 μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού ανέφερε ότι «η μεγάλη πλειονότητα των υπουργών Οικονομικών [της Ευρωζώνης], ουσιαστικά, όλοι ήταν της άποψης ότι το καλύτερο για την Ελλάδα ήταν να πάρει ένα time-out με στήριξη της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Πάντως για την ώρα, ο προσερχόμενος σήμερα ως φίλος της Ελλάδας Σόιμπλε κατέληξε ότι «το θέμα [Grexit] δεν τίθεται». Και μάλιστα απηύθυνε παραίνεση στα media να μην ανακινούν το ζήτημα, καθώς αυτό «θα οδηγήσει σε κάτι που δεν επιθυμούμε, στην απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών».
Λίγες μέρες νωρίτερα, στα πλαίσια του 6ου Διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκης («Η Ελλάδα το 2018») η υπεύθυνη για την Ευρώπη του Economist Intelligence Unit Joan Hoey, αφού περιέγραψε με σχήμα The ugly-The bad-The good την έως τώρα ελληνική περίπτωση, ασφαλώς καταγράφοντας στοιχεία βελτίωσης (μετά βέβαια από μια βύθιση -25% στο ΑΕΠ, κι ακόμη περισσότερο -65% στις επενδύσεις, με αντίστοιχο κόστος στην κατάρρευση των κομμάτων αλλά και την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής) αποδέχθηκε την τωρινή σταθεροποίηση και τα κάποια σημάδια ανάκαμψης. Αλλά διερωτήθηκε πώς μια Ελλάδα που έπιασε ρυθμούς ανάπτυξης +0,7% το α’ 6μηνο του 2017 (όταν η Ευρωζώνη πορευόταν με +2,2%), θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό της ικανοποιημένο… Προσέξτε όμως περισσότερο τη συνέχεια: Συγκρίνοντας την έμφαση που δίνουν οι Έλληνες οσάκις ερωτώνται «στη δημοκρατία» με τη βαθύτερη δυσαρέσκεια από μέρους τους για την πολιτική τους τάξη, αλλά και την αρνητική αντίληψη που έχουν για τους «ειδικούς» (και τον όποιο ρόλο τους στη διακυβέρνηση), η Joan Hoey έφθασε να διερωτηθεί μήπως η αληθινή ανανέωση του πολιτικού προσωπικού στη χώρα θα απαιτούσε «έξοδο από τον οικονομικό και πολιτικό ζουρλομανδύα της Ευρωζώνης».
Μετά το κάποιο πάγωμα που έγινε αισθητό στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας», προέκυψε μια ενδιαφέρουσα αναστροφή με το ερώτημα που έθεσε -όχι στην ομιλήτρια, στο ακροατήριο!- ο σύνεδρος-πανελίστας Denis McShane, πρώην υπουργός για την Ευρώπη των κυβερνήσεων των Εργατικών: «Πόσοι θα ήταν υπέρ Grexit;». Τέσσερα ή πέντε χέρια σηκώθηκαν στο «ΝΑΙ». Πολλές δεκάδες στο «ΟΧΙ»…
Και για να κλείσουμε αυτήν την ιδιότυπη περιήγηση. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ελλάδα και ευρώ: η φιλελεύθερη άποψη» του Τάκη Μίχα. Πρόκειται για μια μαχητική κατάθεση - καταγγελία του φιλελεύθερου χώρου και της σύμπραξής του στην περιπέτεια Ευρωζώνης. Αφιερώνεται το βιβλίο «στις χιλιάδες νέων που καταδικάστηκαν σε ισόβια ανεργία και υποαπασχόληση από τη ματαιοδοξία και τον κυνισμό των πολιτικών συντεχνιών στην Ελλάδα».
Εκείνο που πληγώνει τον Τάκη Μίχα είναι ότι «με τη στάση τους οι φιλελεύθεροι έχασαν κάθε δυνατότητα να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να πρωτοστατήσουν στην ανατροπή του ελληνικού […]. Ενώ διογκωνόταν καθημερινά το κίνημα ενάντια στη νομενκλατούρα των Βρυξελλών και στους ντόπιους εκφραστές της, οι φιλελεύθεροι είχαν χάσει τη φωνή τους και έτρεχαν να κρυφτούν στις ποδιές άλλων βαθύτατα αντιφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων».
Για τον προλογίζοντα το βιβλίο Γιάνη Βαρουφάκη, «o Τάκης Μίχας είναι από τους ελάχιστους Έλληνες λιμπεραλιστές που, όταν κυριάρχησε η παράταξη που υποτίθεται διατράνωνε τον λιμπεραλισμό, αρνήθηκε να εξαργυρώσει για ίδιον όφελος τη χρόνια αντιπαράθεσή του τόσο με το κρατικοδίαιτο κατεστημένο όσο και με αριστερούς (όπως ο υπογράφων). Παρατηρώντας την αβάστακτη ελαφρότητα των έως τότε συνοδοιπόρων του καθώς το ευρώ εμφανίστηκε στον ορίζοντα, ξεκίνησε έναν προσωπικό αγώνα για να κρατηθεί αξιοπρεπής και συνεπής με τις βασικές του αρχές».
Ο επίσης παρεμβαίνων προλογικά Ανδρέας Ανδριανόπουλος κάνει τη μελλοντοστραφή πολιτική εκτίμηση ότι «αν δεν αλλάξουμε μυαλά, που όπως αποδείχθηκε δεν αλλάξαμε, κανένας εκσυγχρονισμός δεν θα μας κυριεύσει. Οδηγηθήκαμε λοιπόν σε οικονομικά, και όχι μόνο, αδιέξοδα λόγω της ανάγκης ικανοποίησης ενός δημοκρατικά απαίδευτου εκλογικού σώματος».
Με αναπάντεχο τρόπο επανέρχεται το ζήτημα των σχέσεων Ελλάδας-Ευρωζώνης, λίγο προτού αποκρυσταλλωθεί η «επόμενη» μέρα, μετά το τρίτο των μνημονίων.