Πρόσφατη μελέτη που έγινε με αφορμή τη διεξαγωγή του προγράμματος «160plus», διαπίστωσε ότι η επιβάρυνση των ελλήνων φροντιστών ασθενών με άνοια ήταν ιδιαίτερα υψηλή, καθώς περίπου οι μισοί φροντιστές βίωναν σημαντική επιβάρυνση και μάλιστα κατά πολύ, μεγαλύτερη από την επιβάρυνση φροντιστών στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Ωστόσο, με την εφαρμογή του προγράμματος «160 plus», μειώθηκε η επιβάρυνση των φροντιστών και συγχρόνως καλυτέρεψε η ποιότητα ζωής των ασθενών.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Πρόσφατη μελέτη που έγινε με αφορμή τη διεξαγωγή του προγράμματος «160plus», διαπίστωσε ότι η επιβάρυνση των ελλήνων φροντιστών ασθενών με άνοια ήταν ιδιαίτερα υψηλή, καθώς περίπου οι μισοί φροντιστές βίωναν σημαντική επιβάρυνση και μάλιστα κατά πολύ, μεγαλύτερη από την επιβάρυνση φροντιστών στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Ωστόσο, με την εφαρμογή του προγράμματος «160 plus», μειώθηκε η επιβάρυνση των φροντιστών και συγχρόνως καλυτέρεψε η ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η Ψυχογηριατρική Εταιρεία «Ο Νέστωρ» ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2016 την υλοποίηση του προγράμματος «160 plus», ένα πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης και εξειδικευμένης κατ’ οίκον φροντίδας για την άνοια με αποκλειστική δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για 2 χρόνια.
Το πρόγραμμα έχει διττό χαρακτήρα, καθώς συνδυάζει επιστημονικές υπηρεσίες και επισιτισμό. Απευθύνεται σε οικογένειες ηλικιωμένων που φροντίζουν ασθενείς με άνοια, ζουν στο δήμο Αθηναίων και αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τόσο των ασθενών, όσο και των φροντιστών τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από την εφαρμογή του προγράμματος:
Συνυπολογίζοντας τη σχέση του φροντιστή με τον ασθενή, τη διαμονή στον ίδιο χώρο και το χρόνο φροντίδας, τονίζεται η επιβάρυνση των φροντιστών και ενισχύεται η αναγκαιότητα του εν λόγω προγράμματος για την ανακούφισή τους και την παροχή πιο ολοκληρωμένης φροντίδας στον ασθενή.
Τα ερευνητικά αποτελέσματα μετά την παρέμβαση, δείχνουν μείωση της βαρύτητας των ψυχιατρικών συμπτωμάτων των ασθενών, και βελτίωση στην ποιότητα ζωής τους. Για τους φροντιστές καταγράφηκε μείωση της επιβάρυνσης από τη φροντίδα, μείωση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, καλύτερη διαχείριση του ασθενούς και παράλληλα βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα βασίστηκε στη βιβλιογραφία, όπου αναφέρεται ότι η παραμονή στο σπίτι μετά τη διάγνωση, είναι ο καλύτερος τρόπος φροντίδας για τον ασθενή, το φροντιστή αλλά και το κράτος. Καθώς φαίνεται, η κατ’ οίκονφροντίδα του ασθενή, βελτιώνει την ποιότητα ζωής του, ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας και ανεξαρτησίας του, προάγοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπρεπή του διαβίωση. Επιπλέον, φαίνεται να βελτιώνει την ποιότητα ζωής του φροντιστή και να μειώνει τα ποσοστά κατάθλιψης και επιβάρυνσης από την φροντίδα. Τέλος, μειώνει σε σημαντικό βαθμό το κρατικό κόστος φροντίδας, σε σχέση με την διαβίωση σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Σε σχέση με παρόμοια προγράμματα που έχουν διενεργηθεί στο εξωτερικό, το συγκεκριμένο πρόγραμμα φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικό, καθώς συνδυάζει περισσότερες υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του προγράμματος, ψυχίατρο Αντώνη Μούγια, «ο διαχειριστής περίπτωσης είναι υπεύθυνος για την οργάνωση ολοκληρωμένης κατ’ οίκον φροντίδας για ασθενείς και φροντιστές. Αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε οικογένεια, καθώς μέσα από την τακτική επικοινωνία μαζί τους, πραγματοποιεί πλήρη εκτίμηση αναγκών και στην πορεία σχεδιάζει ένα πλάνο παρέμβασης, το οποίο ανταποκρίνεται εξατομικευμένα στις ανάγκες της κάθε οικογένειας».