Απόψεις
Πέμπτη, 05 Οκτωβρίου 2017 15:18

Συζητήσεις με περιεχόμενο

Η προχθεσινή νέα απεργία του δημοσιογραφικού κόσμου -σε μια πικρή προσπάθεια να διασωθεί κάτι από την παρεξηγημένη κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη του χώρου, που «έλιωσε» χωρίς ούτε αληθινή διαπραγμάτευση να υπάρξει, αλλά και ούτε συνειδητοποίηση από την κοινή γνώμη- άφησε να περάσουν σχεδόν σιωπηλά μια σειρά από συζητήσεις. Οι οποίες όμως φωτίζουν σημαντικές πτυχές του προβληματισμού για την περαιτέρω πορεία της οικονομίας, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Η προχθεσινή νέα απεργία του δημοσιογραφικού κόσμου -σε μια πικρή προσπάθεια να διασωθεί κάτι από την παρεξηγημένη κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη του χώρου, που «έλιωσε» χωρίς ούτε αληθινή διαπραγμάτευση να υπάρξει, αλλά και ούτε συνειδητοποίηση από την κοινή γνώμη- άφησε να περάσουν σχεδόν σιωπηλά μια σειρά από συζητήσεις. Οι οποίες όμως φωτίζουν σημαντικές πτυχές του προβληματισμού για την περαιτέρω πορεία της οικονομίας.

Και η μεν προσεκτικότερη εξέταση του τι θα φέρει το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2018 -με πρόβλεψη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,57% του ΑΕΠ (οριακά άνω του στόχου 3,5% του Προγράμματος) σε βάση ρυθμού ανάπτυξης 2,4%, μετά από φετινή υπέρβαση του στόχου με ελπιζόμενο πλεόνασμα 2,21% (έναντι του συμφωνημένου 1,75%) με ανάπτυξη 1,8%- θα έχει την ευκαιρία να γίνει όσο, τις επόμενες εβδομάδες, το προσχέδιο θα «ωριμάζει» σε κάτι σαν προϋπολογισμό. Ήδη η πλευρά της αντιπολίτευσης μιλά για λογιστικά τρικ και για χρήση προβολών της διαχείρισης των πόρων και καταβολών της Κοινωνικής Ασφάλισης προκειμένου να καλυφθούν οι υστερήσεις στα κυρίως φορολογικά έσοδα (ιδίως δε στον φόρο φυσικών προσώπων) που παρατηρήθηκαν το 8μηνο. Όμως, ούτως ή άλλως, οι αμέσως επόμενες ημέρες που θα ενσωματώσουν τον Σεπτέμβριο θα δώσουν μια ασφαλέστερη βάση στη συζήτηση - αφήνοντας να εξελίσσεται σε πιο «πολιτικό» επίπεδο η άλλη κουβέντα, περί διάθεσης της υπέρβασης του πλεονάσματος για κοινωνικούς στόχους, ευφυέστερους (ελπίζεται) από την περσινή «13η σύνταξη».

Πάντως υπήρξαν και δύο άλλες δημόσιες συζητήσεις, που δεν αισθανόμαστε να καλύφθηκαν αρκετά. Η πρώτη ήταν εκείνη που οργανώθηκε από τους αποφοίτους του Harvard Business School, με συμμετοχή του Daniel Gros (του CEPS και με παρελθόν συμβούλου της καγκελαρίου Μέρκελ), του Lorenzo Bini-Smaghi (άλλοτε της ΕΚΤ, τώρα προέδρου της Societe Generale), του νέου Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα Jens Ploettner και του Κυριάκου Μητσοτάκη (μεταξύ των alumni του ΗΒS, άλλωστε).

Η δεύτερη ξεκίνησε σαν παρουσίαση του συλλογικού έργου «Beyond Austerity: Reforming the Greek Economy» που κυκλοφορεί στο MIT Press (η ελληνική εκδοχή θα είναι διαθέσιμη τον Νοέμβριο, στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), με τη συνεργασία του Συνδέσμου Αποφοίτων του LSE και του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ειδικά η διοργάνωση περί το «Beyond Austerity» έδωσε την αφορμή σε ευρύτατη ομάδα από Έλληνες οικονομολόγους -από την Ελλάδα και το εξωτερικό- που καλύπτουν το σύνολο των τομέων της οικονομίας: εξωτερικό εμπόριο/ανταγωνιστικότητα, δημοσιονομικά, φορολογία, συνταξιοδοτικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, αγορά εργασίας -ακόμη και εκπαίδευση, σύστημα υγείας ή Δικαιοσύνη, πάντως Δημόσιο και λειτουργία του- να δουν με μελλοντοστραφή ματιά τα διδάγματα από την κρίση και να αναζητήσουν/προτείνουν διεξόδους.

Στη συζήτηση του HBS αφέθηκε να ανέβει στην επιφάνεια ο υπορρέων προβληματισμός για τα συσσωρευμένα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα NPLs και για τις επιπτώσεις της μη αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων. Και ναι μεν ο L. Bini Smaghi θεώρησε τεχνικά απλό το προσπέρασμα του σκοπέλου («αλλάζεις διοίκηση στις τράπεζες - διαγράφεις και πουλάς χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων - βγαίνεις στην αγορά για να τα διαθέσεις»), χωρίς να αποκλείει και μια προσέγγιση απευθείας «κουρέματος» των δανείων: αλλά η αληθινή του κατακλείδα ήταν ότι εκείνες οι τράπεζες που έχουν υψηλά NPLs θα χρειαστούν και περισσότερα κεφάλαια. Ενώ ο D. Gros, που στάθηκε περισσότερο στο ζήτημα του δημόσιου χρέους και της αναχρηματοδότησής του, ιδιαίτερα στη μετά το πάνελ συζήτηση αναφέρθηκε στο υφιστάμενο (ακόμη) στην Ελλάδα μαξιλάρι καταθέσεων: όχι ευχάριστος ο συνειρμός…

Κατά τα άλλα, το συμπέρασμα για την πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων «μετά τις γερμανικές εκλογές» ήταν ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται ιδιαίτερες μεταβολές στο συνολικό σκηνικό. Όσον αφορά την ιδιαίτερη πορεία της ελληνικής διαπραγμάτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε ότι θα χρειαστεί να υπάρξει αλλαγή της μέχρι τώρα συμφωνίας ώστε να γίνει μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα και (παράλληλη) προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Με ένα τέτοιο trade-off «δημοσιονομικού χώρου για μεταρρυθμίσεις» θεώρησε ότι θα μπορούσε να «γυρίσει» η οικονομία, πράγμα που με τους τόσο υψηλούς στόχους που έχουν τεθεί δεν γίνεται.

Από τη συζήτηση τώρα του «Beyond Austerity» (στην οποία θα επανέλθουμε) μια ριζοσπαστική τοποθέτηση προήλθε από το ακροατήριο, και μάλιστα από τον Γιάννη Στουρνάρα. Ο οποίος, όταν τέθηκε σε συζήτηση ποιου είδους ελληνική πρωτοβουλία θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» αποδοχή δημοσιονομικού χώρου από τους Ευρωπαίους «εταίρους»/μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ευθέως αναφέρθηκε σε κύμα ιδιωτικοποιήσεων το οποίο μάλιστα ποσοτικοποίησε σε τάξη μεγέθους (πρόσθετων 9-12 δισ. μέσα στην πενταετία)…