Βίαια, με το ουρλιαχτό μιας μάνας, «…ένα ουρλιαχτό μέσα από τα βάθη της ψυχής της, σαν της λύκαινας…», ξεκινά το «Γλυκό Τραγούδι». Και έτσι ξετυλίγεται, με κανένα νανούρισμα να μη χωρά στις σελίδες του. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Λεϊλά Σλιμανί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Βίαια, με το ουρλιαχτό μιας μάνας, «…ένα ουρλιαχτό μέσα από τα βάθη της ψυχής της, σαν της λύκαινας…», ξεκινά το «Γλυκό Τραγούδι». Και έτσι ξετυλίγεται, με κανένα νανούρισμα να μη χωρά στις σελίδες του. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Λεϊλά Σλιμανί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια.
Η βράβευσή του με το γαλλικό Goncourt για το 2016, έλκει τον αναγνώστη, που -ακόμα και αν νιώθει τα καροτσάκια, τα αρκουδάκια και τα παιδικά παιχνίδια να απέχουν από τη θεματολογία των επιλογών του- από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνει πως στο επίκεντρο της ιστορίας διακινούνται θέματα, μέσα από τα οποία ξετυλίγεται κομμάτι της εποχής μας και της θέσης που έχουν σε αυτή η αγάπη, η παιδεία, οι σχέσεις εξουσίας, το χρήμα, οι ταξικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις.
Η συγγραφέας επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή της, με την κορυφαία σκηνή της ιστορίας. «Το μωρό πέθανε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο γιατρός τούς διαβεβαίωσε ότι δεν υπέφερε. Το ξάπλωσαν μέσα σε έναν γκρίζο σάκο και έκλεισαν το φερμουάρ πάνω από το εξαρθρωμένο σώμα του, που το είχαν βρει ανάμεσα στα παιχνίδια. Η μικρή, πάλι, ήταν ακόμη ζωντανή όταν ήρθε το ασθενοφόρο. Έδωσε μάχη, σαν θηρίο […] Η μητέρα ήταν σε κατάσταση σοκ […] Σήμερα, γύρισε πιο νωρίς. Φρόντισε να τελειώσει πιο γρήγορα μια σύσκεψη και άφησε έναν φάκελο να τον μελετήσει την άλλη μέρα. Καθισμένη στη βοηθητική θέση στον συρμό της γραμμής 7, σκεφτόταν ότι θα κάνει έκπληξη στα παιδιά. Κατέβηκε και πέρασε από τον φούρνο. Αγόρασε μια μπαγκέτα, ένα γλυκό για τα μικρά και ένα κέικ πορτοκάλι για την νταντά. Είναι το αγαπημένο της. Σκεφτόταν να τα πάει στα αλογάκια. Θα πήγαιναν μαζί να ψωνίσουν για το βραδινό. Η Μιλά θα ζητούσε ένα παιχνίδι, ο Αντάμ, στο καρότσι του, θα πιπιλούσε μια κόρα ψωμί. Ο Αντάμ είναι νεκρός. Σε λίγο θα είναι νεκρή και η Μιλά».
Τα παιδιά δολοφονούνται από τη Λουίζ, την νταντά τους. Μέσα στο παιδικό δωμάτιο που έχει γίνει σκηνικό φόνων, αποπειράται να δώσει τέλος και στη δική της ζωή. «Δεν κατάφερε να πεθάνει. Μόνο να σκορπίσει τον θάνατο κατάφερε».
Ξεκινώντας την αφήγηση με το ματωμένο σκηνικό που ρίχνει τίτλους τέλους, η συγγραφέας συνεχίζει πιάνοντας το νήμα της ιστορίας από την αρχή.
Όλα ξεκινούν όταν η Μιριάμ, μητέρα της Μιλά και του Αντάμ, που για καιρό απασχολείται αποκλειστικά με την ανατροφή των παιδιών της, αποφασίζει, παρά την απροθυμία του συζύγου της, Πολ, να επιστρέψει στη δικηγορία. Μετά από αυστηρή αναζήτηση νταντάς, προσλαμβάνουν τη Λουίζ, που γρήγορα κερδίζει την αγάπη τους. Σιγά σιγά στήνεται μια παγίδα αλληλεξάρτησης μεταξύ των μελών, που θα οδηγήσει στην τραγωδία.
«…Καθώς περνάνε οι εβδομάδες, η Λουίζ τα καταφέρνει και γίνεται όλο και πιο αθέατη και όλο και πιο απαραίτητη […] Η νταντά είναι σαν εκείνες τις σιλουέτες στο θέατρο, που μετακινούν το σκηνικό μες στο σκοτάδι. Σηκώνουν ένα ντιβάνι, σπρώχνουν με το χέρι μια κολόνα από χαρτόνι, έναν τοίχο. Η Λουίζ κινείται στα παρασκήνια, διακριτική και παντοδύναμη. Αυτή κρατάει τα διάφανα νήματα που χωρίς αυτά δεν υπάρχει μαγεία. Είναι ο Βισνού, τροφοδότρια θεότητα, ζηλόφθονη και προστατευτική. Είναι η λύκαινα που βυζαίνουν το γάλα της, η αστείρευτη πηγή της οικογενειακής τους ευτυχίας. Την κοιτάζουν και δεν τη βλέπουν. Είναι ένας οικείος άνθρωπος, αλλά ποτέ δικός τους. Έρχεται όλο και πιο νωρίς και φεύγει όλο και πιο αργά […] Μέσα της βαθιά έχει την πεποίθηση, τη φλογερή και επώδυνη πεποίθηση, πως η ευτυχία τους της ανήκει. Ότι είναι δική τους και είναι δικοί της…».
Η Σλιμανί, μέσα από τη δολοφονία των παιδιών, προβάλλει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μητρότητας -όπου εναλλάσσονται και συχνά συνυπάρχουν η αγωνία, η απόλυτη ευτυχία αλλά και η πλήξη, καθώς επίσης και την ιδιαίτερη σχέση της μητέρας με την νταντά –σε μια κοινωνία όπου απουσιάζει ο καθορισμός ορίων ανάμεσά τους.
Το πρώτο σοκ του πρώτου κεφαλαίου που περιγράφει το σκηνικό του εγκλήματος, παραμένει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, κρατώντας τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση, καθώς σε κάθε σελίδα, σε κάθε σκηνή, σε κάθε τρυφερή ματιά και απλόχερη προσφορά της νταντάς, γνωρίζει πως ο θάνατος είναι εκεί, απόλυτος πρωταγωνιστής, κυρίαρχος.
Η ιστορία της Σλιμανί είναι φανταστική αλλά πηγή έμπνευσης ήταν η πραγματική περίπτωση της Δομινικανής νταντάς Γιοσελίν Ορτέγκα, που το 2012, συγκλόνισε την υφήλιο. Η Ορτέγκα δολοφόνησε, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, τον δίχρονο Λίο και την εξάχρονη Λουτσία. Αφού μαχαίρωσε τα παιδιά, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.