Τη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες, μολονότι οι Φιλελεύθεροι είναι ο παραδοσιακός κυβερνητικός εταίρος της κεντροδεξιάς Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) προκρίνει η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, σύμφωνα με τους Γερμανούς αναλυτές.
Τη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες, μολονότι οι Φιλελεύθεροι είναι ο παραδοσιακός κυβερνητικός εταίρος της κεντροδεξιάς Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) προκρίνει η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, σύμφωνα με τους Γερμανούς αναλυτές.
Αφενός, επισημαίνουν οι ίδιοι, οι δύο πλευρές είχαν άψογη συνεργασία τα τελευταία τέσσερα χρόνια και αφετέρου η Μέρκελ προτιμά να κυβερνά με ευρεία πλειοψηφία από το να πειραματιστεί με μια μικρότερη πολιτική δύναμη, όπως είναι οι Φιλελεύθεροι, παρότι βρίσκονται ιδεολογικά πιο κοντά.
Η απόφαση της νυν και όπως όλα δείχνουν και μελλοντικής καγκελαρίου θα κριθεί εντέλει από τα τελικά ποσοστά των κομμάτων. Σε περίπτωση που συγκεντρώσει μια σχετικά άνετη πλειοψηφία μαζί με το FDP, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσει το κόμμα της για την αναγκαιότητα συνέχισης του μεγάλου συνασπισμού. Ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία CDU/CSU με τους Φιλελεύθερους θα έχει φυσικά έναν αρκετά διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό και προτεραιότητες από το νυν κυβερνητικό σχήμα με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί και εάν η γερμανική πολιτική θα έχει ένα περισσότερο ή λιγότερο φιλικό προς την Ελλάδα πρόσημο. Και αυτό ενώ αρχίζει κρίσιμη περίοδος για το ελληνικό ζήτημα, αρχής γενομένης από την τρίτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και η οποία θα κορυφωθεί -καλώς εχόντων των πραγμάτων- με την ολοκλήρωσή του το ερχόμενο καλοκαίρι και την έναρξη της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους.
Οι επικείμενες εκλογές θεωρούνται κρίσιμες και για έναν ακόμη λόγο. Όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν ότι για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας θα εκπροσωπηθεί στη Βουλή ένα ακραιφνώς δεξιό έως ακροδεξιό και ξενοφοβικό κόμμα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Οι σφυγμομετρήσεις των τελευταίων μηνών θέλουν τους εθνολαϊκιστές να δίνουν μάχη με αξιώσεις για την τρίτη θέση, με τα ποσοστά τους να κυμαίνονται μεταξύ 8% και 12%. Μιλώντας στη DW, συνεργάτης ινστιτούτου δημοσκοπήσεων εκτίμησε ότι το ποσοστό του AfD ενδέχεται να διαμορφωθεί σε ακόμη μεγαλύτερη επίπεδα, αφού πολλοί πολίτες που έχουν αποφασίσει να το ψηφίσουν φοβούνται να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε ένα ακροδεξιό κόμμα.