Επίθεση στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ότι την ημέρα της επετείου της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ δεν αποπειράθηκε να ταυτιστεί ο ίδιος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, «αλλά να υποβαθμίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ιστορικό μέγεθος στο επίπεδο του δικού του κυνισμού» εξαπολύει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Επίθεση στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ότι την ημέρα της επετείου της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ δεν αποπειράθηκε να ταυτιστεί ο ίδιος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, «αλλά να υποβαθμίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ιστορικό μέγεθος στο επίπεδο του δικού του κυνισμού» εξαπολύει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σε άρθρο του στην Καθημερινή με τίτλο: Και η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, αναφέρει ότι «το άρθρο του κ. Τσίπρα γράφτηκε γιατί ο συγγραφέας του θεώρησε ότι υπάρχει ένα ακροατήριο έτοιμο να δει την αξιακά ασπόνδυλη πολιτική ως πραγματισμό. Πρόθυμο να εκλάβει την ιστορική τυμβωρυχία ως ένδειξη μετακίνησης από τον ανεύθυνο ριζοσπαστισμό στη συνετή σοσιαλδημοκρατία. Διατεθειμένο να θεωρήσει τον ώμο τυχοδιωκτισμό ως πολιτική δεξιοτεχνία. Το αγαπημένο του επιχείρημα είναι άλλωστε ότι ξαναψηφίστηκε, μαζί μάλιστα με τον εταίρο του, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, παρότι έγιναν όσα έγιναν από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2015».
Κατηγορεί τον Πρωθυπυργό για αδυναμία να κατανοήσει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία έδρασε, σε διάφορες περιόδους, ο Ανδρέας Παπανδρέου και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα το 2015, όταν πυροδοτήθηκε η δευτερογενής κρίση που ζούμε έκτοτε. «Κατά μείζονα λόγο ο κ. Τσίπρας αδυνατεί να αντιληφθεί τη βαθύτερη ιστορική μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου» σημειώνει.
«Δεν θα αναφερθώ εδώ σε επιμέρους ζητήματα και στην εξέλιξη της συγκυρίας, εσωτερικής και διεθνούς, κατά τη δεκαετία του 1980 ούτε στην ύστερη πρωθυπουργική του θητεία το 1993-1995. Θα αναφερθώ στη μεγάλη εικόνα που συγκροτείται εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου συνδιαμόρφωσε τα τρία θεμελιώδη συναινετικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης: Ένα ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης Σύνταγμα, ένα σταθερό και ευρύτατης αποδοχής πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής ασφάλειας και διαχείρισης των μεγάλων εθνικών θεμάτων και το ευρωπαϊκό πρόταγμα της χώρας» αναφέρει.
Ο κ. Βενιζέλος συνεχίζει στο άρθρο του:
Το Σύνταγμα του 1975 - έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή - ψηφίζεται με την αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει από τη διαδικασία. Η συγκρουσιακή αναθεώρηση του 1985-86 οδηγεί δέκα χρόνια αργότερα, με πρωτοβουλία της τελευταίας κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, στην έναρξη μιας συναινετικής αναθεωρητικής διαδικασίας. Αυτή ολοκληρώνεται το 2001, επί ημερών Κώστα Σημίτη, παράγοντας, για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία, ένα Σύνταγμα που, παρά τα επιμέρους προβλήματα του, είναι το Σύνταγμα όλου του έθνους. Το Σύνταγμα που ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής με τη σύμπραξη όχι μόνο των δυο τότε μεγάλων κομμάτων αλλά σε πολλά σημεία και των μικρότερων σχηματισμών της εποχής.
Παρά τις φαινομενικές οξύνσεις της πρώτης φάσης της μεταπολίτευσης ( 1974-1977) και παρά τις εσωτερικές εντάσεις που προκάλεσε την περίοδο 1990-93 το ζήτημα της πΓΔΜ, ο Ανδρέας Παπανδρέου συμπράττει με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη διαμόρφωση μιας ενιαίας και σταθερής εθνικής στρατηγικής αντίληψης για τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας που εξακολουθεί, παρά την ύπαρξη κάποιων παροδικών μετατοπίσεων, να ισχύει, βεβαίως σε ένα πολύ πιο πολύπλοκο και απαιτητικό διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον. Παρότι η κρατούσα στην κοινή γνώμη αντίληψη θεωρεί ότι στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας εκδηλώθηκαν πολλές κομματικές ή ακόμη και μικροκομματικές προσεγγίσεις, η συνολική εικόνα της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι τελείως διαφορετική, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να έχει τη δική του καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωσή της.
Η ανύψωση της Ευρωπαϊκής επιλογής που προώθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το 1975 σε καθολική και ανεπίτρεπτη εθνική επιλογή συντελείται με την άμεση υιοθέτησή της ήδη από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και συνεχίζεται με την ανάδειξη του στόχου της ένταξης στην ΟΝΕ από την τελευταία κυβέρνησή του το 1993, ως αφετηρία της προσπάθειας που ολοκληρώθηκε το 2001 από την κυβέρνηση Σημίτη.
Πάνω στο ιστορικό αυτό υπόστρωμα οικοδομείται η δύσκολη επιλογή της αντιμετώπισης της κρίσης με παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη την πέτρινη περίοδο 2010-2015, πριν η Ελλάδα εισέλθει στη δοκιμασία που προκάλεσε εν ψυχρώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά.
Αυτή τη μεγάλη εικόνα είναι που αδυνατεί να αντιληφθεί ο κ. Τσίπρας ο οποίος έχει την ακατάσχετη ροπή να μας θυμίζει σχεδόν καθημερινά τα όρια της απομίμησης. Και η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.