Έπειτα από μαραθώνια συνεδρίαση, διάρκειας οκτώ ωρών, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) αποφάσισε μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης να διακόψει τη συνεδρίαση για τη συζήτηση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά την επένδυση στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, λόγω παρέλευσης ώρας.
Έπειτα από μαραθώνια συνεδρίαση, διάρκειας οκτώ ωρών, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) αποφάσισε, μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης, να διακόψει τη συζήτηση για το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) και τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) όσον αφορά την επένδυση στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, λόγω παρέλευσης ώρας.
Η συγκεκριμένη συνεδρίαση του ΚΑΣ πρόσθεσε νέα αβεβαιότητα στην προοπτική υλοποίησης του σχεδίου ανάπτυξης της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και ήρθε να προστεθεί στη σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζουν μεγάλες επενδύσεις στη χώρα, τα οποία διαμορφώνουν ένα αρνητικό περιβάλλον, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες και επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Τα μέλη του ΚΑΣ έθεσαν ζήτημα ορθής διοικητικής πρακτικής, εάν δηλαδή έχουν γίνει όλες οι πρόδρομες διοικητικές εργασίες που απαιτούνται, ώστε να καταλήξουν σε γνωμοδότηση.
Σημειώνεται, πως αν μεγάλο τμήμα της έκτασης κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση της επένδυσης, καθώς θα πρέπει να λαμβάνεται ειδική άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία για κάθε είδους εργασίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΚΑΣ θα συνεδριάσει εκ νέου σε δύο εβδομάδες ώστε να εξετάσει την επένδυση στο Ελληνικό.
Η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου ήταν αίτημα της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων από το 2012, που ωστόσο δεν προχώρησε. Το ίδιο αίτημα είχαν και οι συλλογικότητες που έδωσαν το «παρών» στη συνεδρίαση, δηλαδή ο ΣΕΑ, η Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού και η Επιτροπή Αγώνα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Αττικής. Εκπρόσωποί τους, καθώς και μέλη της ΛΑΕ, προχώρησαν, πριν τη συνεδρίαση του ΚΑΣ, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Πολιτισμού, για το θέμα αυτό. Ζήτησαν δε, την αναβολή της συνεδρίασης, για να προηγηθεί η εισαγωγή της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου, όπως προβλέπεται από τον αρχαιολογικό νόμο, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό. Όπως εξήγησε η νομική σύμβουλος του Κράτους στο ΥΠΠΟΑ, Ελένη Σβολοπούλου, η κήρυξη είναι αρμοδιότητα του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού και δεν μπορεί να τη ζητήσει το ΚΑΣ.
Ξεκινώντας τη συνεδρίαση, η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη, επισήμανε ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα, διευκρινίζοντας: «εμείς ως Συμβούλιο και ως Υπηρεσία το εξετάζουμε από την πλευρά της προστασίας των αρχαιοτήτων και ταυτόχρονα σε σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Την ίδια ώρα είναι ένα έργο, όπου έχουν στηριχθεί οι ελπίδες για την ανάπτυξη της Αττικής». Η κα Βλαζάκη υπενθύμισε, εξάλλου, ότι η υπόθεση του Ελληνικού δεν ξεκίνησε τώρα, λέγοντας: «τη βρήκαμε και βρεθήκαμε το 2015 να πρέπει να την αντιμετωπίσουμε» και πρόσθεσε: «είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που βρήκαμε με μία προεργασία που θα μπορούσε να είχε γίνει με άλλο τρόπο».
Στο θέμα της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου, η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ, Έλενα Κόρκα, άφησε αιχμές λέγοντας: «το 2016 έγινε σύσκεψη, όπου παρουσιάστηκαν οι απόψεις της Εφορείας, προσδιορίστηκαν τα όρια και η Γενική Διεύθυνση έστειλε στους δήμους και τις υπηρεσίες το θέμα για να τοποθετηθούν. Τα πράγματα ήταν ώριμα για να συζητηθεί το θέμα. Από τότε ακούμε ότι το ζήτημα θα εισαχθεί». Απαντώντας, η κα Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη παραδέχτηκε ότι «η κήρυξη μπήκε στην ημερήσια διάταξη και μετά αποσύρθηκε», αλλά απευθυνόμενη στην κα Κόρκα τόνισε: «αν κρίνατε ότι έπρεπε να γίνει προσωρινή οριοθέτηση, θα έπρεπε να την είχατε προχωρήσει».
Σημειώνεται, ότι η πρόταση της Εφορείας για κήρυξη αρχαιολογικού χώρου δεν αφορούσε όλη την επένδυση, αλλά περίπου το ήμισυ της έκτασης και τμήμα περιοχής έξω από την επένδυση, προκειμένου ο αρχαιολογικός χώρος να ακολουθεί τα όρια των αρχαίων δήμων Ευωνύμου και Αλιμούντος.
Όπως παρουσιάστηκε στο ΚΑΣ, ο χώρος είχε μια διαρκή και πυκνή κατοίκηση, με διαφορετικών ειδών χρήσεις, και αυτό προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν κατά την κατασκευή των ολυμπιακών ακινήτων, του μετρό και του αμαξοστασίου του τραμ.
Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι λίγα μέτρα νότια του ρέματος των Τραχώνων, που η πορεία του διευθετήθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής του αεροδρομίου, αποκαλύφθηκε τμήμα αρχαίου λατομείου, ενώ βρέθηκε και θησαυρός 57 αττικών νομισμάτων Ελευσίνειας σειράς και νομισμάτων Σαλαμίνας, που χρονολογούνται τον 4ο αιώνα π.Χ. Το ρέμα των Τραχώνων, όπως και το ρέμα του Αεροδρομίου ήταν πολύ κοντά σε περιοχές όπου έχουμε χρήση πλούτου (λατομεία και εργαστήρια).
Ο λόφος Χασάνι κατοικήθηκε από την προϊστορική ως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Επίσης, μεταξύ της λεωφόρου Βουλιαγμένης και του λόφου Χασανίου υπήρχε οργανωμένο νεκροταφείο του αρχαίου δήμου Ευωνύμου, ενώ δυτικά του λόφου και ως την παράκτια ζώνη έχουμε ενδείξεις χρήσης από τη γεωμετρική ως και την ελληνιστική περίοδο. Οι αποθέσεις κεραμικής και το είδος της πιθανώς σχετίζονται με την ύπαρξη σε κοντινή θέση σημαντικών δημόσιων κτηρίων. Μάλιστα, κατά τη διάνοιξη της παραλιακής οδού, το 1921, αποκαλύφθηκε ένα δημοτικό ψήφισμα Αλιμουσίων, ενώ οι γραπτές πηγές αναφέρουν στην περιοχή την ύπαρξη ναού της Δήμητρας, ιερού της Αφροδίτης και ναού του Ποσειδώνα.
Κοντά στο Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας του Αγίου Κοσμά βρέθηκε αρχαίο οικοδόμημα κλασικών χρόνων που παραπέμπει σε δημόσιο κτήριο. Εκεί οδηγούσε αρχαίος δρόμος που πιθανώς συνέδεε τον λόφο Αγίας Άννας με την Κωλιάδα Άκρα, θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο του αρχαίου δήμου.
Στη χερσόνησο του Αγίου Κοσμά, ερευνήθηκε σημαντική πρωτοελλαδική εγκατάσταση και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της υστεροελλαδικής περιόδου. Βόρεια και δυτικά από τον λόφο Χασάνι και ως την παραλία εκτεινόταν ο αρχαίος δήμος Αλιμούς και στη χερσόνησο του Αγίου Κοσμά, που έχει ήδη κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, εντοπίζεται το δεύτερο κέντρο της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής του δήμου, όπως αναφέρουν οι γραπτές πηγές και φανερώνουν οι αρχαιολογικές ενδείξεις.
Τέλος, στην περιοχή του αμαξοστασίου του τραμ έχουν εντοπιστεί νεκροταφεία που χρονολογούνται από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. ως την αρχή των ελληνιστικών χρόνων. Σημαντικό εύρημα είναι η αποκάλυψη πιόσχημου ταφικού περιβόλου του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται ότι τα ταφικά ευρήματα συνδέονται με μεγάλες οικογένειες Αθηναίων που κατοικούσαν στην περιοχή και οι οποίοι έχτιζαν επιτόπου τους οικογενειακούς τάφους τους.
Για την προστασία των αποκαλυφθέντων αρχαιοτήτων, οι αρμόδιες διευθύνσεις Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων πρότειναν στην εισήγησή τους την έγκριση της ΣΟΑ και της ΣΜΠΕ, αλλά με την προϋπόθεση γύρω από τα ορατά αρχαία κατάλοιπα να προβλεφθούν κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου ως ζώνες προστασίας και να αποκλειστούν μη συμβατές χρήσεις. Συγκεκριμένα οι θύλακες πρασίνου να αφορούν στο λόφο Χασάνι, το αμαξοστάσιο του τραμ, την περιοχή Ακρωτηρίου Αγίου Κοσμά, τον σημαντικό ταφικό περίβολο και το αρχαίο λατομείο στο ρέμα Τραχώνων. Σύμφωνα, εξάλλου, με την κα Βλαζάκη, το θέμα της οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου διασφαλίζεται με τους όρους που θα τεθούν.
Επίσης, οι Διευθύνσεις ζητούν να εκπονηθούν μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης δύο μεταβυζαντινών ναών στα όρια της επένδυσης, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Κοσμά και Δαμιανού. Πάντως, από την πλευρά της η προϊσταμένη της Εφορείας Δυτικής Αττικής, Στέλλα Χρυσουλάκη, παρατήρησε ότι η κήρυξη δεν αφορά στις υπάρχουσες αρχαιότητες, αλλά τις τυπικές και νόμιμες διαδικασίες για να διεξαχθεί η αρχαιολογική έρευνα, ενώ με τον καθορισμό των κοινόχρηστων χώρων «υπάρχει ο κίνδυνος να μη γίνουν οι διαδικασίες με το σωστό και νόμιμο τρόπο».
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το ΣΟΑ, η επένδυση του Ελληνικού, έκτασης 6.200 στρεμμάτων, αποτελείται σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης από τον χώρο του πρώην αεροδρομίου με το Μητροπολιτικό Πάρκο στο κέντρο της έκτασης και τον χώρο του παράκτιου μετώπου, με κύριο στοιχείο την παραλία. Γύρω από αυτά, θα αναπτυχθούν επτά ζώνες πολεοδόμησης με χρήσεις αμιγούς κατοικίας, γενικής κατοικίας και εμπορικού κέντρου και τρεις ζώνες ανάπτυξης. Το χρονοδιάγραμμα κατασκευής ανέρχεται σε 25 χρόνια από την έναρξη των κατασκευών.