Ο Ολάντ αναζητούσε την επιστροφή της ανάπτυξης και της απασχόλησης, με μέτρα όπως η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, η μείωση των δημοσίων δαπανών και ο εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ο Ολάντ αναζητούσε την επιστροφή της ανάπτυξης και της απασχόλησης, με μέτρα όπως η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, η μείωση των δημοσίων δαπανών και ο εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας.
Με άλλα λόγια, αντί για έναν «σοσιαλισμό της ζήτησης» έκανε στροφή σε μια «πολιτική της προσφοράς», με αποτελέσματα που δεν ήταν μεν της συμφοράς, αλλά δεν ήταν και της χαράς.
Ανάλογα πράγματα έλεγε και έκανε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι έχασε την εξουσία. Ο Ολάντ, βέβαια, πριν αποχαιρετήσει την εξουσία είχε χάσει την ευκαιρία, σπαταλώντας τη μισή θητεία.
Έναν χρόνο πριν από τις εθνικές εκλογές τα εργασιακά άναψαν φωτιές. Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Ελ Κομρί (από το όνομα της Γαλλίδας υπουργού Εργασίας) προβλέπει ότι οι εταιρείες έχουν το δικαίωμα να αυξάνουν κατά διακριτική ευχέρεια το ωράριο εργασίας έως και κατά δύο ώρες ημερησίως, αλλάζουν επί τα χείρω τα όσα ισχύουν για την πληρωμή των υπερωριών, μειώνεται η δυνατότητα παρέμβασης των συνδικάτων, περιορίζεται η αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης.
Ύστερα από μήνες κοινωνικής αναταραχής, με διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και το λεγόμενο κίνημα «Nuit debout», στα τέλη Ιουλίου με άδειο το κοινοβούλιο, που έκλεινε για διακοπές, και μέσα στη γενική αδιαφορία, πέρασε ο νόμος χωρίς ψηφοφορία.
Κάτι ανάλογο είχε κάνει το 2005 ο δεξιός πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν. Επωφελήθηκε της θερινής ραστώνης για να επιβάλει τη Σύμβαση Νέας Πρόσληψης (CNE).
Ο νέος ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων, παρά τη βουτιά στη δημοφιλία του, πάει με πυγμή τρία βήματα παραπέρα τον νόμο Ελ Κομρί. Σε μια χώρα με παράδοση στις επαναστάσεις, οι αλλαγές στα εργασιακά αποκτούν άλλες διαστάσεις, αλλά φαίνεται ότι θα του περάσει. Δύο από τα τρία μεγαλύτερα σωματεία της Γαλλίας, το CFDT και το FO, σώζουν ό,τι μπορούν και στο CGT τον δρόμο παραχωρούν. Υποχωρούν; Όχι μπροστά στον Μακρόν, αλλά στην επί μακρόν αίσθηση παρακμής, που δεν αφήνει το Παρίσι να βγάλει το κεφάλι από το νερό.