Ο «Σκοτεινός Αρκτικός», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός -σε εξαίρετη, απόκοσμα ρεαλιστική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα -, είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓκουάιρ. Το 2016, το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker, ενώ την ίδια χρονιά ψηφίστηκε από τους «New York Times» ανάμεσα στα δέκα καλύτερα του έτους.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Ο «Σκοτεινός Αρκτικός», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός -σε εξαίρετη, απόκοσμα ρεαλιστική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα -, είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓκουάιρ. Το 2016, το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker, ενώ την ίδια χρονιά ψηφίστηκε από τους «New York Times» ανάμεσα στα δέκα καλύτερα του έτους.
Από το πρώτο κεφάλαιο αναδύονται η βιαιότητα, ο ζόφος, η σκοτεινιά και με βεβαιότητα συνειδητοποιεί ο αναγνώστης ότι αυτά θα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας. Και κάπως έτσι, πριν καλά καλά το καταλάβει, ο Ίαν ΜακΓκουάιρ τον έχει επιβιβάσει στο φαλαινοθηρικό Volunteer που ξεκινά από το Γιόρκσερ για τα νερά του Αρκτικού Κύκλου -ένα ταξίδι στον πυρήνα του σκότους.
Ο Σκοτεινός Αρκτικός είναι ο τόπος των φαλαινών και το μυθιστόρημα στήνεται με φόντο τη φαλαινοθηρία. Είναι τέλη της δεκαετίας του 1850 και η βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από το εμπόριο του λαδιού φάλαινας αρχίζει να δίνει τη θέση της στο πετρέλαιο, τον άνθρακα, το αέριο. Οι ιδιοκτήτες των φαλαινοθηρικών, αν και υπάρχουν ακόμα φάλαινες, απειλούνται με αφανισμό –μόνο οι πιο αδίστακτοι και εύστροφοι θα επιβιώσουν.
Την αυλαία της ιστορίας ανοίγει ο φαλαινοθήρας Χένρι Ντραξ, που σαλπάρει τα χαράματα με το Volunteer. Τον συναντάμε στα τελευταία του στεριανά βήματα. Μέσα σε λίγες σελίδες, σκοτώνει έναν νησιώτη από τα Σέτλαντ –τον συναντά τυχαία σε ένα μπαρ και ο νησιώτης κάνει το λάθος…. να αρνηθεί να τον κεράσει δεύτερο ποτό. Λίγο αργότερα, χτυπά μέχρι θανάτου –και δεν διστάζει κατόπιν να βιάσει- έναν μικρό νέγρο, γιατί νομίζει πως θέλει να τον παρασύρει σε κάποια παγίδα. Γροθιά στο στομάχι η σχετική περιγραφή που καταλήγει: «…Ο Ντραξ περνάει σβέλτα από τη μια κίνηση στην άλλη: τη μια ενέργεια ν’ ακολουθεί την άλλη, με απάθεια και ακρίβεια, σαν μηχανή, αλλά όχι μηχανικά. Γραπώνει τον κόσμο σαν σκύλος που δαγκώνει κόκαλο – τίποτα δεν είναι ασαφές γι’ αυτόν, τίποτα δεν διαφεύγει από τις άγριες και δυσοίωνες ορέξεις του. Αυτό που ήταν ο μικρός νέγρος έχει πλέον εξαφανιστεί, έχει χαθεί εντελώς, και κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό έχει παρουσιαστεί στη θέση του. Η αυλή έχει γίνει ένας τόπος μοχθηρής μαγείας, μεταμορφώσεων βουτηγμένων στο αίμα, και ο Χένρι Ντραξ είναι ο άγριος, ο ανόσιος σχεδιαστής της».
Ο Χένρι Ντραξ επιβιβάζεται στο Volunteer και, καθώς είναι βέβαιο πως θα παραμείνει ο ίδιος που ήταν στη στεριά, αυτό από μόνο του χαρτογραφεί μπελάδες στη ρότα του πλοίου.
Το πλήρωμα σχηματίζεται τυχαία από άνδρες που έχουν ως κίνητρο τη χρηματική αμοιβή ή που προσπαθούν να απομακρυνθούν από το παρελθόν τους. Ανάμεσά τους ο Πάτρικ Σάμνερ, πρώην στρατιωτικός χειρουργός, άφραγκος και με φήμη αμαυρωμένη, αποπλέει ως γιατρός του πλοίου. Στην Ινδία, στη διάρκεια της πολιορκίας του Δελχί, είδε πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος, και τώρα αναζητά προσωρινή ανακούφιση. Ωστόσο, είναι δύσκολο να τη βρει με τον Ντραξ να συμπεριλαμβάνεται στα μέλη του πληρώματος. Οι δυο τους θα αναμετρηθούν σε μια σφοδρή αντιπαράθεση με φόντο τα μαύρα νερά και το παγωμένο σκότος του αρκτικού χειμώνα, και η αναμέτρησή τους θα είναι μια πάλη του καλού με το κακό.
Ιδιοκτήτης του φαλαινοθηρικού είναι ο Μπάξτερ και καπετάνιος του ο Μπράουνλι. Ο τελευταίος υπήρξε και καπετάνιος του Percival. Ένας ζητιάνος, ενημερώνει σχετικά τον Σάμνερ.
« “Έγινε σπιρτόξυλα από ένα παγόβουνο”, λέει. “Πάνε τρία χρόνια τώρα. Τ’ αμπάρια του ήταν γεμάτα λίπος φάλαινας, και δε γλίτωσαν ούτε ένα βαρέλι. Ούτε κομματάκι. Οχτώ άντρες πνίγηκαν και άλλοι δέκα πέθαναν από το κρύο, και κανένας απ’ όσους έζησαν δεν έβγαλε δεκάρα τσακιστή”.
“Ακούγεται σαν κακοτυχία. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα”.
“Συνέβη στον Μπράουνλι όμως, σε κανέναν άλλο. Κι ένας καπετάνιος τόσο γαμημένα άτυχος δε βρίσκει συχνά άλλο πλοίο”.»
Ωστόσο, ο Μπάξτερ εμπιστεύτηκε το Volunteer στον Μπράουνλι. Και, κάπως έτσι, το Volunteer γίνεται ένα πλοίο άτυχο, που έλκει εξίσου άτυχους και ίσως απεγνωσμένους άντρες. Και από την αρχή, μοιάζει να ξεκινά το ταξίδι με σάπιο σκαρί.
Το βιβλίο εστιάζει στη σχέση του ανθρώπου με την άγρια όψη της φύσης αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Όταν οι καταστάσεις δυσκολεύουν, οι άγριοι άντρες του πληρώματος δεν είναι τίποτα παρά ανίσχυρα έρμαια στις αποφάσεις της Αρκτικής. Φάλαινες κατακρεουργούνται, άντρες εξαπατούν ο ένας τον άλλο, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, και πάγοι συνθλίβουν τα πάντα στο πέρασμά τους –πλοία, κορμιά, ψυχές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο ΜακΓκουάιρ δημιουργεί μια ιστορία σκότους μα αυτό που, κυρίως, δημιουργεί είναι μια αξεπέραστη ιστορία ανθρωπιάς.