Απόψεις
Δευτέρα, 07 Αυγούστου 2017 15:42

H «ολλανδική ασθένεια»

Βρισκόμαστε στο 1977 και μία παράξενη ασθένεια πλήττει μία οικονομία, αυτήν του βασιλείου της Ολλανδίας, που τότε ήταν από τις πιο ανθηρές παγκοσμίως. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν απολύτως τίποτε. Και όμως, η ολλανδική οικονομία ήταν ασθενής, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Βρισκόμαστε στο 1977 και μία παράξενη ασθένεια πλήττει μία οικονομία, αυτήν του βασιλείου της Ολλανδίας, που τότε ήταν από τις πιο ανθηρές παγκοσμίως. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν απολύτως τίποτε. Και όμως, η ολλανδική οικονομία ήταν ασθενής. Γιατί όμως;

Όλα άρχισαν το 1959 όταν, υπό τη φλαμανδική ζητωκραυγή «hiep, hiep, hiep, hoera» (που δεν μεταφράζεται), οι Ολλανδοί υποδέχθηκαν την ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου στην όμορφη επαρχία του Γκρόνινγκ και πέρα από αυτήν στη Βόρεια Θάλασσα. Υπό συνθήκες ευφορίας, τότε, οι μάλλον εύποροι κάτοικοι της Αυτού Μεγαλειότητος πίστεψαν ότι θα γίνουν πάμπλουτοι, εξάγοντας τον «μπλε χρυσό» τους. Εκ πρώτης όψεως, δεν είχαν άδικο.

Λίγα χρόνια αργότερα, στη χώρα που είναι επίπεδη και βρίσκεται μάλλον υπό τη θάλασσα, τα φιορίνια άρχισαν να ρέουν άφθονα προκαλώντας μια σειρά από φαινόμενα που κανείς δεν είχε προβλέψει.Οι Ολλανδοί δεν φημίζονται για την απλοχεριά τους, ούτε βεβαίως για τον άκρατο καταναλωτισμό τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, η χώρα με τις τουλίπες, αντί να χαμογελά, σε πολλές περιπτώσεις θύμιζε τον πότη που έχει κάνει κατάχρηση του ολλανδικού εθνικού ποτού, του geniever -κάτι μεταξύ βότκας και τσίπουρου.

Τι είχε συμβεί; Η ανεργία, που στις αρχές του 1970 ήταν σχεδόν μηδενική (1,1%), το 1977 έφθανε το 5,2% και η πορεία της ήταν ανοδική. Έτσι, σε ένα πολύκροτο τότε άρθρο του, το βρετανικό περιοδικό The Economist ανέλυε την παράδοξη ασθένεια από την οποία υπέφερε η Ολλανδία και καθιέρωνε τη φράση «Dutch disease», την οποία στην Ελλάδα έφερε πρώτος ο καθηγητής Γιάννης Σπράος είκοσι χρόνια μετά, αλλά αυτά που έλεγε πήγαιναν σε αφτιά μη ακουόντων.

Στην Ελλάδα της εποχής εισέρρεε άφθονο κοινοτικό και δανεικό χρήμα και κανείς δεν έδινε σημασία στις παρενέργειες. Από το 1977 και μετά, ωστόσο, η έκφραση «ολλανδική ασθένεια» χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπτώματα που πάντα πλήττουν χώρες οι οποίες, για να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, εξαντλούν ένα φυσικό κεφάλαιο που τους έκανε δώρο η φύση, χωρίς να λογαριάζουν τις πιθανές συνέπειες.

Πρόκειται για ένα είδος προσοδοθηρίας που κάποιοι σήμερα την αποκαλούν «κατάρα των πρώτων υλών».

Η αιτιολογία είναι απλή. Όσο μία χώρα κάνει εξαγωγές, τόσο το νόμισμά της ανατιμάται - διότι οι ξένοι πελάτες της εν λόγω χώρας για να πληρώσουν τα τιμολόγιά τους πρέπει να βρουν το συνάλλαγμα της χώρας-πωλητή. Τότε οι συναλλαγές σε φυσικό αέριο γίνονταν σε φιορίνια.

Όταν όμως υπάρχει υψηλή ζήτηση εθνικού νομίσματος η ισοτιμία του ανεβαίνει, πράγμα που συνέβαινε με το φιορίνι τη δεκαετία του 1970. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ευνοϊκό ήταν για την ολλανδική βιομηχανία, η οποία έβλεπε τις εξαγωγές της να πέφτουν.

Από την άλλη πλευρά, ο πλούτος που έμπαινε στη χώρα οδηγούσε σε όλο και περισσότερες εισαγωγές, τις οποίες το ισχυρό εθνικό νόμισμα έκανε και φθηνότερες. Έτσι, την ώρα που η Philips, για παράδειγμα, έδινε μάχες για να πουλήσει τηλεοράσεις εκτός Ολλανδίας, οι Ολλανδοί είχαν κάθε λόγο να αγοράζουν τις φθηνότερες συσκευασίες της Telefunken ή της Thomson.

Την ίδια στιγμή, η άνοδος των μισθών σε έναν τομέα που αναπτυσσόταν, υποχρέωνε τους άλλους τομείς της βιομηχανίας να ακολουθούν την ίδια μισθολογική πολιτική, τροφοδοτώντας έτσι έναν πληθωρισμό που ντόπαραν οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.

Ευτυχώς για την Ολλανδία το πολιτικό σύστημα της χώρας, που είναι σοβαρό και υπεύθυνο, κατάλαβε γρήγορα σε ποιον ολισθηρό δρόμο βρισκόταν η οικονομία και αντέδρασε εγκαίρως με τον σωστό τρόπο.

Όμως, η επιδημία της «ολλανδικής ασθένειας» δεν έχει σταματήσει. Χώρες όπως η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα και η Ρωσία πλήττονται από αυτήν, αλλά δεν κάνουν τίποτε για να τη σταματήσουν.

Ο λόγος είναι απλός. Για να καταπολεμηθεί η «ολλανδική ασθένεια» ή να αντιμετωπιστεί προληπτικά, όπως έγινε στη Νορβηγία, πρέπει από πολιτικής πλευράς το καθεστώς μίας χώρας να είναι πέρα για πέρα δημοκρατικό και να έχει πίσω του μία εξίσου δημοκρατική δημόσια διοίκηση.

Η Νορβηγία κατάφερε να αποφύγει την «ολλανδική ασθένεια», πρώτον, γιατί έθεσε υπό έλεγχο τις δημόσιες δαπάνες της και, δεύτερον, γιατί δημιούργησε επενδυτικά ταμεία που με τον πόρο του πετρελαίου χρηματοδοτούν σχέδια για τις γενιές του αύριο.

Όσο για την Ελλάδα, η «ολλανδική ασθένεια» την έχει οδηγήσει στα μνημόνια, από τα οποία δύσκολα θα βγει, αν όλοι δεν καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αντιλήψεως της πραγματικότητας.