Απόψεις
Παρασκευή, 28 Ιουλίου 2017 07:00

H φενάκη της εξομολόγησης

Η πολιτική είναι, μεταξύ πολλών άλλων, και δράση, και πράξη, και αποτέλεσμα, με συνέπειες που, όχι σπάνια, δεν ανταποκρίνονται στις αρχικές προθέσεις του δρώντος πολιτικού. Όσο κι αν τα παραπάνω κινούνται στον χώρο του αυτονόητου και κοινότοπου, η υπενθύμισή τους είναι πάντοτε αναγκαία για να κατανοηθούν κίνητρα, πολιτικές αποφάσεις και πρακτικές, να γίνει ορατό το δέον και το φαίνεσθαι της πολιτικής, σε ένα περιβάλλον αμφισημιών, ρευστοποίησης εννοιών και σύγχυσης -σκόπιμης ή όχι- σκοπών και μέσων, γράφει ο Δ.Η. Χατζηδημητρίου.

Από την έντυπη έκδοση

Του Δ.Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Η πολιτική είναι, μεταξύ πολλών άλλων, και δράση, και πράξη, και αποτέλεσμα, με συνέπειες που, όχι σπάνια, δεν ανταποκρίνονται στις αρχικές προθέσεις του δρώντος πολιτικού. Όσο κι αν τα παραπάνω κινούνται στον χώρο του αυτονόητου και κοινότοπου, η υπενθύμισή τους είναι πάντοτε αναγκαία για να κατανοηθούν κίνητρα, πολιτικές αποφάσεις και πρακτικές, να γίνει ορατό το δέον και το φαίνεσθαι της πολιτικής, σε ένα περιβάλλον αμφισημιών, ρευστοποίησης εννοιών και σύγχυσης -σκόπιμης ή όχι- σκοπών και μέσων.

Η μεταφορά της συζήτησης από το πεδίο της έλλογης πολιτικής κριτικής στη σφαίρα της ηθικής -και της ηθικολογίζουσας ρητορικής-   εγκιβωτίζει τη σκέψη και τον διάλογο σε εύτακτες κατηγοριοποιήσεις μιας προνεωτερικής θεολογίας, αναρριπίζει τις σπίθες της δαιμονολογίας και τείνει να περιφρονεί το πολιτικό περιεχόμενο και το πρόταγμα της πολιτικής δράσης, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα και τις συνέπειές της. Έχοντας πάντα υπ’ όψιν τη βεμπεριανή διάκριση για την «ηθική της ευθύνης» και την «ηθική της πεποίθησης», δεν μπορεί παρά να εγείρονται διαρκώς ερωτήματα για τις προθέσεις και τις πραγματικές επιδιώξεις, να αξιώνεται απολογισμός και λογοδοσία απ’ όσους δρουν στην πολιτική.

Σε μια σχεδιασμένη διαδικασία εξομολόγησης είναι προφανής η επιμονή στον φενακισμό και στην εξαπάτηση των πολιτών. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν σε αυτή τη συνθήκη κερδήθηκε η πολιτική υπεροχή το προηγούμενο διάστημα.

Αίφνης, η αυτόκλητη κι εθελοντική αναγνώριση-ομολογία λαθών και πασίδηλων ελλειμμάτων διαμορφώνει μια άλλη εικόνα για τον αυθορμήτως προσελθόντα σε εξομολογήσεις πολιτικό.

Με έναν αξιοθαύμαστο -κι αναμενόμενο- αυτοματισμό, η δημόσια συζήτηση αποκτά αμέσως χαρακτηριστικά μιας ηθικίζουσας παραμυθίας και οι διαλεγόμενοι στους ανά την επικράτεια καφενέδες, αλλά και στο διαδίκτυο, τείνουν να αποσυνδέουν συγκεκριμένες κι ορατές δράσεις και πράξεις από τις συνέπειές τους.

Η εργαλειοποίηση και της αλήθειας ακυρώνει, στο μέτρο που δεν εγείρονται αντιρρήσεις και ερωτήματα, και τη συλλογική μνήμη, με προφανή σκοπό εν τέλει τη χειραγώγησή της.

Ο εγκλωβισμός της συζήτησης στο πεδίο που περιγράφει ο εξομολογούμενος διατηρεί στο απυρόβλητο το υπαρκτό αποτέλεσμα της πολιτικής του και την κοινωνική οδύνη που προκαλεί. Αλλά, όπως το είπε η Μιριάμ Ρεβό ντ' Αλόν, «στην πολιτική είμαστε υπόλογοι απέναντι στους άλλους. Είμαστε οι μάρτυρες της δημόσιας συμπεριφοράς μας και όχι των προθέσεών μας».