Κόσμος
Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου 2006 17:29

Ο Πάπας, το Ισλάμ και οι Ορθόδοξοι

«Ηταν αναπόφευκτο το ταξίδι του Πάπα στην Τουρκία να καταστεί, σ' αυτή την ιδιαίτερη χρονική στιγμή, ένα επεισόδιο στην ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στο Ισλάμ και τη χριστιανική Δύση.

Αλλά είναι σκόπιμο να υπενθυμίσει κανείς, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι ο κύριος λόγος του ταξιδιού δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ακαδημαϊκή διδασκαλία του Ποντίφηκα στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Regensburg. Ο Βενέδικτος XVI δεν πηγαίνει στην Τουρκία για να κάνει διάλογο με τους μουσουλμάνους ή για να τους προσηλυτίσει. Θα μιλήσει βέβαια στις τουρκικές αρχές για τους Χριστιανούς που ζουν στη χώρα τους, οι οποίοι έχουν δικαίωμα σε μεγαλύτερη προστασία. Αλλά ο κύριος σκοπός του ταξιδιού του είναι να επισκεφθεί τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως με την ελπίδα να διευθετήσει, το συντομότερο δυνατόν, τις διαφορές που άνοιξαν στη διάρκεια της παποσύνης του προκατόχου του.

Στα μάτια της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Ιωάννης Παύλος ο Β' συμπεριφέρθηκε όπως ένας Πολωνός Πάπας, περισσότερο επιρρεπής να μεταχειρίζεται την ελληνική χριστιανοσύνη ως γη προς κατάκτηση, παρά να κάνει διάλογο με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της. Πήρε πίσω τα περιουσιακά στοιχεία των Ουνιτών, τα οποία είχαν δοθεί ως δωρεά από τον Στάλιν στους Ορθοδόξους, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επωφελήθηκε της συγκυρίας, κατά την οποία η Ρωσία είχε μεγαλύτερη ανάγκη από διεθνή συμπάθεια για να πετύχει την ίδρυση τεσσάρων Επισκοπών και χρησιμοποίησε για την αποστολή της Καθολικής Εκκλησίας στην Ανατολική Ευρώπη, κυρίως, Πολωνούς ιερωμένους, δηλαδή ανθρώπους που έπρεπε να εμφανίζονται βασικά απέναντι στη Μόσχα ως η εμπροσθοφυλακή μιας πάλαι ποτέ επικυρίαρχης Πολωνίας, η οποία, για μια ακόμη φορά, αναμίχθηκε σε ξένες υποθέσεις και κατέστη επιθετική.

Αυτές οι επιτυχίες είχαν ως αποτέλεσμα να εξοργισθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Βοϊτίλα υποχρεώθηκε να καθυστερήσει την επίσκεψή του στο Σεράγιεβο, έγινε δεκτός με κάποια ψυχρότητα στην Αθήνα και το Βουκουρέστι, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την έκδοση νόμου της Δούμας που αρνούνταν στους Καθολικούς τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στο Ισλάμ, τον Εβραϊσμό και τον Βουδισμό, υποχρεώθηκε, τέλος, να παραιτηθεί της επισκέψεώς του στη Ρωσία που μέχρι την τελευταία στιγμή υπήρξε το όνειρο της ζωής του. Ακόμη και η συμβολική χειρονομία δωρεάς της ιεράς εικόνος της Παναγίας (του Καζάν) προς τους Ρώσους Ορθοδόξους έγινε δεκτή χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

Ο Βενέδικτος XVI με το ταξίδι του προτίθεται να αλλάξει την κατάσταση. Για να ξαναρχίσει τον διάλογο, ο Πάπας εμπνέεται από τον Ιωάννη τον 23ο, ο οποίος προσκάλεσε τους εκπροσώπους της Ρωσικής Εκκλησίας στη Σύνοδο του Βατικανού και αρχίζει από μια πόλη, η οποία επί μακρόν χαρακτηρίσθηκε ως η «δεύτερη Ρώμη». Αλλά, ίσως και πάνω απ' όλα, ο Πάπας σκέπτεται τη Μόσχα, την «τρίτη Ρώμη».

Στην ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το ταξίδι θα θεωρηθεί οικουμενικό και θα κριθεί για τα αποτελέσματά του ως προς τις σχέσεις μεταξύ Καθολικισμού και Ορθοδοξίας. Με άλλα λόγια, θα είναι μια επιτυχία, εάν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα ένωση. Θα αποτύχει, εάν οι σχέσεις με τα Πατριαρχεία της Ανατολής παραμείνουν συγκρατημένες και ψυχρές.

Στο μεταξύ, άλλα θέματα και προβλήματα –είτε μας αρέσει είτε όχι- απασχολούν τη διεθνή σκηνή. Η επικαιρότητα είναι αυτή που εν πολλοίς καθορίζει την ατζέντα του παπικού ταξιδιού. Και θα είναι ουκ ολίγοι αυτοί που μετά το τέλος του, θα εξάγουν τα συμπεράσματά τους και θα αποκομίσουν τις εντυπώσεις τους επί ενδείξεων για την εξέλιξη προβλημάτων, τα οποία ο Βενέδικτος XVI δεν μπορεί να επιλύσει: Η μουσουλμανική μετανάστευση στην Ευρώπη, η «σύγκρουση των πολιτισμών», οι σχέσεις μεταξύ μετριοπαθών και φανατικών ισλαμιστών, η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αν και το τελευταίο θέμα δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα και τις προθέσεις του Βενέδικτου, ο θεολόγος Πάπας, χωρίς προφανώς να το επιδιώκει, γίνεται ο διπλωμάτης Πάπας και επιφορτίζεται με καθήκοντα, τα οποία, φυσικά, δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του. Κατά συνέπεια, απομένει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά το τέλος του ταξιδιού, να συνεχίσει τη συζήτηση η οποία πρέπει να είναι κατ' εξοχήν πολιτική».

CORRIERE DELLA SERA, ΤΟΥ Sergio Romano