Το επίμονα υψηλό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι ένα θέμα που πάντα προκαλεί εντάσεις μεταξύ των ηγετών. Το πλεόνασμα αυτό, που εδώ και χρόνια συνιστά σημείο τριβής της Γερμανίας με πολλούς από τους εμπορικούς εταίρους της, ανήλθε στα νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 8,3% του ονομαστικού ΑΕΠ πέρυσι, με το πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ να καλύπτει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κρίστοφ Μ. Σμιτ*
Το επίμονα υψηλό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι ένα θέμα που πάντα προκαλεί εντάσεις μεταξύ των ηγετών. Το πλεόνασμα αυτό, που εδώ και χρόνια συνιστά σημείο τριβής της Γερμανίας με πολλούς από τους εμπορικούς εταίρους της, ανήλθε στα νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 8,3% του ονομαστικού ΑΕΠ πέρυσι, με το πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ να καλύπτει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Είναι βέβαιο ότι η οικονομία της Γερμανίας θα μπορούσε να ωφεληθεί από αλλαγές πολιτικής, που μεταξύ άλλων θα μείωναν και το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Τέτοιου είδους προσαρμογές όμως έχουν νόημα μόνο εάν καθοδηγούνται από νηφάλιες σκέψεις και από ηγέτες που αποδέχονται την αμοιβαία επωφελή φύση του διεθνούς εμπορίου, που επιτρέπουν οικονομικές προσαρμογές από καιρού εις καιρόν και που απορρίπτουν την ψευδαίσθηση ότι η οικονομία μοιάζει με μία τεράστια επιχείρηση.
Το διεθνές εμπόριο δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δεν συνιστά ευθεία απόδειξη μιας «κακής συμφωνίας» και ένα πλεόνασμα δεν είναι απαραίτητα λόγος χαράς. Αντιθέτως, είναι τα αποτελέσματα χιλιάδων ιδιωτικών συμφωνιών, από τις οποίες τα εμπλεκόμενα μέρη περιμένουν να εξασφαλίσουν οφέλη.
Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και (λιγότερο έντονα) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζουν να προωθούν το αφήγημα ότι το υψηλό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι ένδειξη μακροοικονομικής ανισορροπίας, που προκαλείται από τη χαμηλή συνολική ζήτηση συγκριτικά με την προσφορά. Ο Τραμπ, αποκαλύπτοντας την έλλειψη κατανόησης μακροοικονομικών εννοιών αναγκαίων στη μέτρηση των εμπορικών ισοζυγίων, έφτασε στο σημείο να πει ότι οι «Γερμανοί είναι κακοί, πολύ κακοί», εξαιτίας των «εκατομμυρίων αυτοκινήτων που πωλούν στις ΗΠΑ».
Η πραγματικότητα είναι πως, για να υπάρξει μία μακροοικονομική ανισορροπία, η συνολική ζήτηση θα πρέπει να αποκλίνει αισθητά από τη συνολική προσφορά σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμής. Η περίσσεια προσφορά θα γινόταν ορατή είτε στην υπερβολικά αναξιοποίητη παραγωγική δυνατότητα ή σε δραματικές πτώσεις τόσο στις τιμές όσο και στις προσδοκίες των τιμών.
Κανένα από αυτά δεν είναι φανερό σήμερα στη Γερμανία.
Αντιθέτως, η γερμανική παραγωγική δυνατότητα αξιοποιείται πλήρως. Τα επίπεδα απασχόλησης είναι υψηλά και η ανεργία συνεχώς μειώνεται. Οι τιμές κινούνται ανοδικά και ο δομικός πληθωρισμός είναι σε θετικό έδαφος εδώ και χρόνια. Με αυτά ως δεδομένα, η όποια παρέμβαση με στόχο την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης -η προφανής θεραπεία με βάση το αφήγημα του Τραμπ- δεν θα είχε λογική.
Υπάρχουν και άλλα προβλήματα με το απλοϊκό αφήγημα που προωθούν οι Δυτικοί εταίροι της Γερμανίας. Ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών συχνά ερμηνεύεται ως ένδειξη ενός σκοπίμως υποτιμημένου νομίσματος, εμπορικών εμποδίων ή πρακτικών ντάμπινγκ. Η γερμανική οικονομία, ωστόσο, χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλά εμπορικά εμπόδια. Ο καθορισμός των μισθών είναι εν πολλοίς ανεξάρτητος από την πολιτική και η νομισματική πολιτική καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όχι τη γερμανική κυβέρνηση.
Αντί για τους παραπάνω επίμονους παράγοντες, φαίνεται να είναι περισσότερο προσωρινές δυνάμεις εκείνες που ευθύνονται για το υψηλό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, αν και αναγκαία για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ, έχει οδηγήσει προς τα κάτω την αξία του ευρώ. Η επακόλουθη βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα των τιμών από τα μέσα του 2014 αντιστοιχεί σε τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών το 2016. Η δραματική πτώση των τιμών του πετρελαίου μεταξύ 2014 και 2016 συνδέεται με αύξηση ακόμη δύο ποσοστιαίων μονάδων, με τις δημογραφικές μεταβολές να συμβάλλουν κατά δύο ακόμη.
Μία εξέταση του καθαρού δανεισμού και δανειοδότησης των οικονομικών κλάδων της Γερμανίας προσφέρει ακόμη μία εξήγηση για το υψηλό εξωτερικό πλεόνασμα της χώρας. Ο γερμανικός επιχειρηματικός κλάδος εμφανίζει αυξανόμενους κεφαλαιακούς δείκτες, γεγονός που οφείλεται σε φορολογικούς παράγοντες και τη δημιουργία «μαξιλαριών» για προστασία έναντι κινδύνων ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση της Ευρωζώνης, που ξέσπασε δύο χρόνια αργότερα. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η αύξηση των εταιρικών αποταμιεύσεων συνοδεύεται και από αυξημένες επενδύσεις στο εξωτερικό.
Τα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας έχουν επίσης βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και τα νοικοκυριά έχουν επίσης περάσει από σημαντική προσαρμογή για να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο όγκο χρέους που προκάλεσε η φούσκα της αγοράς ακινήτων τη δεκαετία του 1990. Τα περισσότερα από αυτά -και η συμβολή τους στο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών- πρόκειται να εξαφανιστούν εν καιρώ.
Η τελική οικονομική αλήθεια που θα πρέπει ο Τραμπ, ειδικότερα, να αναγνωρίσει είναι πως δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε τις οικονομίες ως τεράστιες επιχειρήσεις. Τα υψηλά επίπεδα αφαίρεσης στη μακροοικονομική ανάλυση συχνά συγκαλύπτουν το γεγονός ότι τα συνολικά αποτελέσματα προκύπτουν από έναν τεράστιο αριθμό ξεχωριστών αποφάσεων από ανεξάρτητους φορείς. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής δεν μπορούν να χειραγωγήσουν τέτοιου είδους αποτελέσματα κατά βούληση. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διαμορφώσουν το περιβάλλον στο οποίο ο κάθε φορέας αποφάσεων θα λειτουργεί, σε μία προσπάθεια να καθοδηγήσουν το μακροοικονομικό άθροισμα, αλλά και να περιορίσουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Τελικά, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως σύμπτωμα των εξελίξεων και όχι ως στόχος οικονομικής πολιτικής. Στην περίπτωση της Γερμανίας ο στόχος δεν θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση του πλεονάσματος αυτού καθαυτού, αλλά η αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την προώθηση μίας ενεργειακής μετάβασης κατευθυνόμενης από οικονομικές αρχές, μία μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων και την απορρύθμιση του κορεσμένου τομέα υπηρεσιών. Οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίζουν θετικό ρόλο, αν και αυτό θα έπρεπε πρωτίστως να γίνεται εις βάρος της δημόσιας κατανάλωσης.
Ένα τέτοιο πακέτο πολιτικής θα μπορούσε να δώσει ώθηση στις προοπτικές ανάπτυξης της Γερμανίας, ενώ θα μπορούσε ταυτόχρονα να μειώσει το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Αυτή θα ήταν μία συμφωνία που ακόμη και ο Τραμπ θα μπορούσε να στηρίξει.
Copyright: Project Syndicate, 2017.
www.project-syndicate.org