Μία φονική μάχη μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων, ένα πείραμα που ξεπερνά κάθε όριο προσωπικής ελευθερίας, ένας αγωνιώδης αποκλεισμός, μία αναγκαστική φιλοξενία και μία τραγική ιστορία ζήλειας και παραπλάνησης ξετυλίγονται στις ταινίες αυτής της εβδομάδας.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Μία φονική μάχη μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων, ένα πείραμα που ξεπερνά κάθε όριο προσωπικής ελευθερίας, ένας αγωνιώδης αποκλεισμός, μία αναγκαστική φιλοξενία και μία τραγική ιστορία ζήλειας και παραπλάνησης ξετυλίγονται στις ταινίες αυτής της εβδομάδας.
«Ο πλανήτης των πιθήκων: Η σύγκρουση»
Στο τρίτο κεφάλαιο της εξαιρετικά επιτυχημένης σειράς ταινιών επιστημονικής φαντασίας που βασίστηκε στο βιβλίο του Πιερ Μπουλ, «Ο πλανήτης των πιθήκων», ξεσπά μία επική μάχη μεταξύ πιθήκων και ανθρωπότητας, που θα κρίνει τα πάντα στον πλανήτη, σκηνοθετημένη από τον Ματ Ριβς και ντυμένη με τη μουσική του - βραβευμένου με Όσκαρ - Μάικλ Τζιακίνο. Με τον - δύο φορές υποψήφιο για Όσκαρ - Γούντι Χάρελσον και τους Άντι Σέρκις, Τζούντι Γκριρ και Στιβ Ζαν, o Σίζαρ και οι πίθηκοι μπλέκονται σε έναν φονικό πόλεμο με έναν στρατό ανθρώπων, υπό την ηγεσία ενός αδίστακτου συνταγματάρχη. Μετά τις ανυπολόγιστες απώλειες των πιθήκων, ο Σίζαρ παλεύει με τα πιο σκοτεινά του ένστικτα και ξεκινά μία προσωπική αναζήτηση, ώστε να εκδικηθεί για το είδος του.
«Ο Σίζαρ ήταν πάντα ξεχωριστός, λόγω του ότι ένα μέρος του υποστηρίζει τους ανθρώπους κι ένα τους πιθήκους, αλλά κανένα δεν υπερισχύει. Η ελπίδα είναι πως, ίσως, καταφέρει να βρει τη γέφυρα μεταξύ των δύο ειδών, μα τώρα είναι ξεκάθαρο πως δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Το συναρπαστικό έγκειται στο γεγονός πως, εξερευνώντας τα εσωτερικά διλήμματα του Σίζαρ σε αυτή την καθοριστική στιγμή, έχουμε την ευκαιρία να δούμε μία μάχη που γνωρίζουμε όλοι: τον πόλεμο ανάμεσα στην ευφυΐα μας, την κατανόηση και τα ένστικτά μας, και πώς όλα αυτά ορίζουν τον ανθρωπισμό μας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πολύ σκοτεινό ταξίδι και μία ιστορία με τεράστιο μεγαλείο ψυχής» σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Τζέιμς Πόνσολντ, με τον - βραβευμένο με δύο Όσκαρ - Τομ Χανκς και τους Έμα Γουότσον, Τζον Μποτέγκα και Μπιλ Πάξτον, βασίζεται στο μπεστ σέλερ του Ντέιβ Έγκερς για τη ζωή στην εποχή των social media. Ηρωίδα του είναι μία κοπέλα, που προσλαμβάνεται στη μεγαλύτερη και πιο ισχυρή εταιρεία τεχνολογίας και social media στον κόσμο και πείθεται να συμμετάσχει σε ένα επαναστατικό πείραμα, που ξεπερνά τα όρια της ιδιωτικότητας, της ηθικής και, τελικά, κάθε προσωπικής ελευθερίας. Η συμμετοχή της στο πείραμα και κάθε απόφαση που λαμβάνει επηρεάζουν το μέλλον και τις ζωές των φίλων της, της οικογένειάς της, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Με πολύ μαύρο χιούμορ, αγωνία και ανατροπές, το ισπανικό θρίλερ του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια - με τους Μπλάνκα Σουάρες, Μάριο Κάσας και Τερέλε Πάβεζ - εκτυλίσσεται σε ένα μπαρ, όπου βρίσκονται παγιδευμένοι μερικοί άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκαν εκεί και, κυρίως, γιατί δεν μπορούν να βγουν έξω.
«Ένα από τα θέματα, που με ενδιαφέρουν κινηματογραφικά, είναι η αίσθηση του να είσαι παγιδευμένος, οι χαρακτήρες που είναι παγιδευμένοι σε ένα σετ, και να προσπαθήσω να εκφράσω οπτικά τα συναισθήματα που εξηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Και γιατί μπορεί αυτό να μας ενδιαφέρει; Η ζωή είναι μία ανεξήγητη φυλακή, της οποίας την έξοδο δεν μπορούμε να βρούμε. Μια σειρά λανθασμένων περιστάσεων - ή, χειρότερα, τυχαίων - μας οδηγεί να ζήσουμε μια ζωή που δεν μοιάζει με τη δική μας, όπως αυτή που θέλουμε. Και, όταν βρούμε μια πόρτα που μας οδηγεί έξω από αυτήν, είναι πάντα πολύ αργά. Έχουμε χάσει το κλειδί. Εάν σκάψουμε βαθύτερα, η φυλακή είναι ακόμα πιο φοβερή. Δεν πρόκειται για τη ζωή μας, αλλά για τον εαυτό μας. Είμαστε παγιδευμένοι μέσα στη δική μας συνείδηση, φυλακισμένοι από τις επιθυμίες, το μίσος και την αγάπη μας. Δεν μπορούμε να βγούμε από το κεφάλι μας, ούτε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά».
Οι δημιουργοί της γαλλικής κωμωδίας - φαινόμενο, «Θεέ μου, τι σου κάναμε;», επιστρέφουν με μία νέα κωμωδία, σε σκηνοθεσία Φιλίπ Ντε Σοβερόν. Με τους Κριστιάν Κλαβιέ, Άρι Αμπιτάν και Έλσα Ζίλμπερσταϊν, ένας γνωστός διανοούμενος με αριστερές πεποιθήσεις υποστηρίζει την ανάγκη να προσφέρουμε άσυλο σε όσους το χρειάζονται. Όταν, σε ένα talk show, στριμώχνεται από τον παρουσιαστή για το πρόβλημα των Ρομά, αναγκάζεται να δεχτεί μια πρόκληση: να ανοίξει το πολυτελές σπίτι του και να τους φιλοξενήσει.
«Βρίσκω ιδιαίτερα διασκεδαστικό ότι ένας τέτοιος τύπος, αφοσιωμένος φιλόσοφος, βρίσκεται παγιδευμένος από τις ίδιες του τις πεποιθήσεις» αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Στην ταινία, υπάρχει μια κλασική αρχή: χαρακτήρες που “υποφέρουν”, οπότε γίνονται συμπαθείς. Στην ουσία τους -όπως και στο “Θεέ μου, τι σου κάναμε;”-, είναι κυνικοί, αλλά αυτό δεν μας αποτρέπει από το να γελάμε μαζί τους. Σκεφτείτε μια ταινία με πρωταγωνιστή έναν πολύ καλό κι ευγενικό άνθρωπο. Θα ήταν βαρετή!».
Η ζήλεια, η εξαπάτηση και ο φόνος συναντώνται στην κλασική τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «Οθέλος», με την παθιασμένη μουσική του Τζουζέπε Βέρντι να ερμηνεύεται από την Ορχήστρα της Royal Opera House και τη Χορωδία της Royal Operα, σε μουσική διεύθυνση του Αντόνιο Παπάνο, στην όπερα που σκηνοθετεί ο Κιθ Γουόρνερ. Παίζουν οι Τζόνας Κάουφμαν και Γκρέγκορι Κούντε.