Επιλέξαμε ως τίτλο του άρθρου αυτού ένα ελαφρά παραφρασμένο απόφθεγμα του Αθηναίου φιλοσόφου Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη. Και αυτό γιατί εκφράζει έμμεση, αλλά χαρακτηριστική, προτροπή για προβληματισμό γύρω από το πώς και γιατί επιλέγονται και χρησιμοποιούνται, στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής στρατηγικής, ορισμένες «λέξεις»/όροι, προκειμένου να μεταφέρουν «μηνύματα» προς την κοινή γνώμη. Και αυτό, παρόλο που, μέσω συνειρμών και εντυπώσεων που προκαλούν οι συγκεκριμένες λέξεις και όροι, είναι πιθανό να λειτουργούν αποπροσανατολιστικά! Το κατά πόσον οι επιλογές αυτές γίνονται σκόπιμα ή όχι μπορεί να πιθανολογηθεί! Μια προσπάθεια πάντως για «αποκάλυψη» του περιεχομένου ορισμένων τέτοιων «όρων», τόσο μεταξύ εκείνων που επιλέγονται όσο και εναλλακτικών τους, θα βελτιώσει τον βαθμό κατανόησης του πραγματικού τους περιεχομένου, γράφει ο Ιωσήφ Χασσίδ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωσήφ Χασσίδ*
* καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Επιλέξαμε ως τίτλο του άρθρου αυτού ένα ελαφρά παραφρασμένο απόφθεγμα του Αθηναίου φιλοσόφου Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη. Και αυτό γιατί εκφράζει έμμεση, αλλά χαρακτηριστική, προτροπή για προβληματισμό γύρω από το πώς και γιατί επιλέγονται και χρησιμοποιούνται, στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής στρατηγικής, ορισμένες «λέξεις»/όροι, προκειμένου να μεταφέρουν «μηνύματα» προς την κοινή γνώμη. Και αυτό, παρόλο που, μέσω συνειρμών και εντυπώσεων που προκαλούν οι συγκεκριμένες λέξεις και όροι, είναι πιθανό να λειτουργούν αποπροσανατολιστικά! Το κατά πόσον οι επιλογές αυτές γίνονται σκόπιμα ή όχι μπορεί να πιθανολογηθεί! Μια προσπάθεια πάντως για «αποκάλυψη» του περιεχομένου ορισμένων τέτοιων «όρων», τόσο μεταξύ εκείνων που επιλέγονται όσο και εναλλακτικών τους, θα βελτιώσει τον βαθμό κατανόησης του πραγματικού τους περιεχομένου. Πληρέστερη κατανόηση (περισσότερη «σοφία», σε αντιστοιχία με τον τίτλο του άρθρου) θα επηρεάσει τελικά στάσεις και συμπεριφορές των πολιτών, ενώ ταυτόχρονα θα επιβάλει περισσότερη υπευθυνότητα στη διαμόρφωση και διάχυση μηνυμάτων και «ιστοριών» που «κυκλοφορούν» σχετικά με οικονομικές εξελίξεις και με καθετί που τις επηρεάζει.
Κάποιες από αυτές τις «ιστορίες» θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στο άρθρο αυτό:
«Ιστορία» 1η: Γενικευμένη αναφορά στη «Λιτότητα» που έχει «επιβληθεί» από την εφαρμογή των Μνημονίων. Αναφερόμαστε στη «λιτότητα» ταυτόχρονα ως «στόχο», αλλά και ως «αποτέλεσμα» των αποκαλούμενων μνημονιακών πολιτικών. Ωστόσο, ο αγγλικός όρος που απαντάται στα κείμενα διεθνών οργανισμών όταν αναφέρονται στην κύρια επιδίωξη της πολιτικής που επιβάλλεται να διαμορφωθεί και συμφωνήθηκε να ασκηθεί, δεν είναι «λιτότητα», αλλά «αυστηρότητα» («austerity», μια ευδιάκριτα ελληνικής προέλευσης λέξη, με ενδιαφέρον περιεχόμενο και πρακτικές συνέπειες). Η ανάληψη όμως δέσμευσης από το κράτος να διαχειρίζεται τα οικονομικά του με «αυστηρότητα», δεν συνεπάγεται αναγκαστικά δυσβάστακτες στερήσεις και υποβιβασμό του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η γενική διαχείριση των πόρων χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό και αποτελεσματικότητα! Εάν, αντίθετα, η δημοσιονομική διαχείριση και, γενικότερα, η οικονομική πολιτική δεν θεωρείται σκόπιμο ή «πολιτικά επωφελές» να ασκείται με «αυστηρότητα», ας αναλογιστούμε τι θα αποτελούσε στις σημερινές συνθήκες εναλλακτική συμπεριφορά!
«Ιστορία» 2η: «Αξιολόγηση» και «Διαπραγματεύσεις». Και πάλι η απόκλιση από την επίσημη ορολογία για τις διαδικασίες που οι Συμφωνίες προβλέπουν είναι αξιοσημείωτη! Στις δεύτερες, αντί της «αξιολόγησης» (evaluation), που έχει καθιερωθεί στο, σχεδόν καθημερινό, λεξιλόγιό μας, γίνεται συστηματικά αναφορά σε «ανασκόπηση» ή, κατ’ άλλους, «επιθεώρηση» (review), που σαφώς παραπέμπει σε οριοθετημένη και μεθοδική αντιστοίχιση δεσμεύσεων και πραγματοποιήσεων και καταγραφή των μεταξύ τους αποκλίσεων, ταυτόχρονα προφανώς και με προσπάθεια εντοπισμού των πρακτικών που οδηγούν στις αποκλίσεις αυτές. Είναι αλήθεια ότι και στη διεθνή πρακτική, οι δύο παραπάνω όροι συχνά χρησιμοποιούνται ως περίπου συνώνυμοι. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι διαφορές μεταξύ τους υπάρχουν, δυσδιάκριτες πιθανώς από πολλούς! Σε κάθε περίπτωση, το «κλίμα» και οι συνειρμοί που δημιουργούνται, σκόπιμα η όχι, μέσω της προβολής και υιοθέτησης των φορτισμένων όρων «αξιολόγηση» και «αξιολογητής» (κατά συνέπεια και «αξιολογούμενος»), δεν φαίνεται να έχει βοηθήσει ιδιαίτερα στη διαμόρφωση ορθής αντίληψης στους πολίτες για τον πραγματικό ρόλο των εμπειρογνωμόνων των δύο πλευρών και για τα όρια και το περιεχόμενο της μεταξύ τους συνεργασίας.
Από την άλλη μεριά, οι «διαπραγματεύσεις», στο επίπεδο τουλάχιστον των λεγόμενων «τεχνικών κλιμακίων», αντιμετωπίζονται από την κοινή γνώμη ως μια «κλειστή» διαδικασία, για το περιεχόμενο της οποίας η όποια πληροφόρηση (όταν προσφέρεται) προέρχεται αποκλειστικά από τη μία πλευρά και αφορά την εκδοχή της για το πώς αυτές διεξήχθησαν και το πού, κατά την πηγή πάντα της πληροφόρησης, κατέληξαν, με την άλλη πλευρά να παραμένει μονίμως σιωπηρή! Δεν αποκαλύπτεται τίποτα για τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν, από ποιον, με ποιον τρόπο και με πόση πειστικότητα και τεκμηρίωση αυτά αναλύθηκαν, οι συνέπειες κάθε εναλλακτικής πρότασης ή αντιπρότασης «που ετέθη στο τραπέζι», για το κατά πόσον η ελληνική πλευρά αξιοποίησε π.χ. επιχειρηματολογία για ρυθμίσεις που πιθανώς θα ωφελούσαν και τις δύο πλευρές (win-win), αντί άλλων που θα προκαλούσαν «βλάβες» στα εγχώρια εισοδήματα, την πραγματική οικονομία, αλλά και τη δυνατότητα αποπληρωμής χρεών. Δικαιολογημένα θα αναρωτιόταν κάποιος: Ποιος, μακροπρόθεσμα και ορθά σκεπτόμενος δανειστής θα επέλεγε άραγε, συνειδητά, να αγνοήσει πειστική επιχειρηματολογία του δανειολήπτη ότι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, εφόσον ισχύσουν, θα υπονομεύσουν τη δυνατότητά του να συνεχίσει να λειτουργεί παραγωγικά και, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει πόρους προκειμένου να αποπληρώνει -έστω και με βραδύτερους ρυθμούς- τα χρέη του; Ακόμα, σε ποιες περιπτώσεις χρειάστηκε άραγε η ελληνική πλευρά να αντικρούσει, με τι είδους επιχειρήματα και πόσο πειστικά, παρεμβάσεις υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως π.χ. της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, που συχνά προβάλλει αντιρρήσεις για μέτρα και πολιτικές που, ενώ θα ωφελούσαν την πραγματική οικονομία της χώρας, αντιμετωπίστηκαν ως «μη επιτρεπτές νοθεύσεις του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού» και δεν έγιναν δεκτές, ενώ επιτρέπονται για άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε. Για όλα αυτά, ακόμα και οι «ειδικοί» λίγα πληροφορούνται και, βεβαίως, η κοινή γνώμη ακόμα λιγότερα! Υποθέτουμε ότι πρακτικά των συζητήσεων, που θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις σε ορισμένα από τα παραπάνω ερωτήματα, δεν προβλέπονται και, τελικά, το «κλίμα» διαμορφώνεται αποκλειστικά με βάση ό,τι οι Έλληνες «διαπραγματευτές» και η κυβέρνηση επιλέγουν να δημοσιοποιηθεί, συμβάλλοντας, υποτίθεται, στην «πληροφόρηση» της κοινής γνώμης!
«Ιστορία» 3η: Και, τέλος, η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες τις «ιστορίες», είναι αυτή του «βιώσιμου χρέους»! H γενικευμένη χρήση του συγκεκριμένου επιθετικού χαρακτηρισμού, εκτός του ότι πουθενά στα επίσημα κείμενα δεν απαντάται (σε αυτά απουσιάζουν τελείως αναφορές σε... «viable debt»), συστηματικά αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη (δυστυχώς και πολλούς άλλους) από το πραγματικό «πρόβλημα»! Ελάχιστοι πιστεύουμε θα είχαν αντίρρηση να υποκατασταθεί ο χαρακτηρισμός του χρέους ως «βιώσιμο» από τον διεθνώς καθιερωμένο και πολύ ορθότερο: «υποστηρίξιμο χρέος» (sustainable debt)! Γιατί άραγε αποφεύγεται αυτή η εναλλακτική; Υποστηρίζεται από πολλούς ότι δεν ευνοήθηκε η επιλογή της γιατί τότε θα προέκυπτε, σχεδόν αυθόρμητα αλλά και δικαιολογημένα, η ερώτηση: «Υποστηρίξιμο; Από τι και πώς;». Θα αποκαλυπτόταν τότε η μόνη σωστή απάντηση: «ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ και ΑΝΑΠΤΥΞΗ»! Και το ενδιαφέρον τότε της κοινής γνώμης αλλά και οι απαιτήσεις της από την πολιτική ηγεσία θα μετατίθεντο στη μόνη σωστή Νέα Ατζέντα, την οποία όμως, με βάση τις μέχρι σήμερα επιδόσεις της, υπάρχουν επιφυλάξεις για το πόσο αποτελεσματικά είναι σε θέση να διαχειριστεί η κυβέρνηση!